Όχι βέβαια, μη σας περάσει απ΄το μυαλό πως έφτιαξα το Κρητικό γλωσσάρι. Μια μικρή προσπάθεια, με λίγες μόνο λέξεις που ήξερα ή μάζεψα από δω και από κει.
Αν όμως θέλετε καλή δουλειά, ένα γλωσσάρι-εργαλείο που θα το χρησιμοποιούμε όλοι, παρακαλώ βοηθείστε κι εσείς, συμπληρώνοντάς το με τις δικιές σας γνώσεις.
Α
ΑΓΟΥΡΟΣ Ανώριμος, αγίνωτος, νεαρός, νέος σε ηλικία, "άψητος" (παράδειγμα: "η ρακί είναι άγουρι ή το κοπέλι ήταν άγουρο").
ΑΔΕΡΦIΔΕΣ αδελφές.
ΑΘΟΣ στάχτη.
ΑΛΑΡΓΟΞΩΡΙΣΜΕΝΟΣ ο ξενητεμένος.
ΑΜΕ πήγαινε (προστ.)
ΑΜΕΤΕ Πηγαίνετε, φύγετε, άντε μην κάθεστε (παράδειγμα: "αμέτε να του πείτε").
ΑΜΟΝΑΧΗ Μόνη, μοναχή. (παράδειγμα: "αμοναχή μου έμεινα στο σπίτι οψές το βράδυ").
ΑΜΟΝΑΧΟΣ Μόνος, χωρίς παρέα κ.λ.π . (παράδειγμα: "αμοναχός το έκανες όλο αυτό;").
ΑΜΠΕΛΟΚΟΥΡΜΟΥΛΑ η κουρμούλα, το δενδρύλλιο του αμπελιού
ΑΝΑΓΑΛΛΙΑΖΟΜΑΙ Ευχαριστιέμαι, ευφραίνομαι, μ΄αρέσει. (παράδειγμα: "ετσά που θωρώ τη θάλασσα αναγαλλιάζομαι").
ΑΝΑΠΝΟΙΑ αναπνοή.
ΑΝΑΠΛΑΓΑ Ανάπλαγα: Κατά μήκος και πλάτος της πλαγιάς.
ΑΝΑΠΛΟΓΥΡΙΖΩ Ορος λιομαζώματος. Στρώνω κάτω από την ελιά ανάπλες για να μη σκορπά ο καρπός στο έδαφος.
ΑΝΑΣΤΟΡΟΥΜΑΙ θυμάμαι.
ΑΝΕ Αν. (παράδειγμα: "ανέ θέλεις να τα πάμε καλά κάτσε εκιά που 'σαι ").
ΑΝΕΒΟΛΕΜΑ Ο κατήφορος. Μεταφορικά δυσκολία αντιξοότητα, δυσχέρεια.
ΑΝΕΒΟΛΕΥΓΩ Ανηφορίζω.
ΑΝΕΓΥΡΙΣΤΙΚΑ Παραβολικά, "με νόημα" (παράδειγμα: "και θυμήθηκα τα ανεγυριστικά λόγια του μακαρίτη").
ΑΝΕΛΑΜΠΙΔΙ Το αχινοπόδι, είδος θάμνου.
ΑΝΕΛΩΝΩ Διώχνω, απομακρύνω, εμποδίζω.
ΑΝΕΠΙΑΝΩ (Ανεπιαστάρης): Πολλαπλασιάζω κάποιο είδος φυτού, άνθους. Μεταφορικά συγγενεύω με γάμο, συμπεθεριάζω.
ΑΝΕΣΤΟΡΟΥΜΑΙ Φέρνω στη μνήμη μου, αναπολώ παλιότερα γεγονότα.
ΑΝΕΣΤΟΥΛΟΥΧΙΖΩ Κλαίω σιγά με αναφιλητά.
ΑΝΕΣΤΟΥΛΟΥΧΙΣΜΑ (το): αναστέναγμα.
ΑΝΘΟΓΥΑΛΙ το ανθοδοχείο.
ΑΝΙΜΕΝΩ Περιμένω, καρτερώ, αναμένω (παράδειγμα: "ήντα ανιμένεις τέτοια ώρα και δε πας να κοιμηθείς;").
ΑΝΗΦΟΡΑΣ η καπνοδόχος, αλλά και ο μικρός φεγγίτης στη μέση του δωματίου.
ΑΝΤΑΡΟΦΟΡΩ Προέρχεται από την αντάρα. Είμαι σκεπασμένος από ομίχλη.
ΑΝΤΕΣΤΕ Ελάτε, πάμε, κουνήσου.
ΑΝΤΙΧΡΟΝΟΥ Τον επόμενο χρόνο, του χρόνου (παράδειγμα:" θα σε μεταδώ αντίχρονου").
ΑΞΟΣ Ικανός (παράδειγμα: "όσα πλια πολλά οζά είχε κιανείς κλεμμένα τόσονα θεωρούντανε ΑΞΟΣ από τον καθένα").
ΑΠΑΝΩΒΑΝΩ αλλάζω τη γνώμη κάποιου κακόβουλα
ΑΠΑΤΟΣ ο εαυτός.
ΑΠΗΣ άμα, όταν
ΑΠΟ ΤΑ ΓΕΝΝΟΦΑΣΚΙΑ Εκ γεννετής, από όταν γεννήθηκε (παράδειγμα: "αυτός πίνει την ρακί από τα γεννοφάσκια του").
ΑΠΟΓΙΑΖΩ ΤΟ ΝΕΡΟ Βάζω τη στάμνα με το νερό έξω στο αγιάζι για να διατηρηθεί δροσερό.
ΑΠΟΔΙΑΦΩΤΙΣΤΑ (επίρρημα): Πριν ακόμα χαράξει η αυγή.
ΑΠΟΔΙΑΦΩΤΙΣΤΑ Με το χάραμα, με το φως της ημέρας, με το που ξημερώνει (παράδειγμα: "ελάτε αποδιαφώτιστα να με ξυπνήσετε να φύγουμε").
ΑΠΟΔΥΝΑΖΟΜΑΙ αντέχω αντιξοότητες.
ΑΠΟΔΩΣΩ καταντήσω [(α)ποδίδω].
ΑΠΟΚΑΜΑΡΩΝΩ θαυμάζω κάτι οπτικά
ΑΠΟΚΩΛΕΜΑΤΑ η μεγαλύτερη απομάκρυνση, όπου ο άλλος χάνεται πλέον (αποκωλεύγω).
ΑΠΟΜΟΝΗ υπομονή.
ΑΠΟΚΟΘΙΑ Τόλμη, παράτολμη ενέργεια, "ηρωισμός" (παράδειγμα: "Κι έκανε την αποκοθιά να του μιλήσει ντρέτα").
ΑΠΟΚΡΑΤΕΙ ΚΑΤΙ Διατηρείται, σώζεται κάτι. (παράδειγμα: "αυτό το έθιμο αποκρατεί από τη γενιά του παππού μου").
ΑΠΟΛΕΙΜΜΑΡΟΙ - ΔΙΑΛΕ ΤΣ' ΑΠΟΛΛΕΙΜΑΡΕΣ ΣΟΥ Οι εναπομείναντες, όσοι έμειναν, οι ζωντανοί. Για λόγους σεβασμού στους νεκρούς χρησιμοποιείται σαν βρισιά για τους ζωντανούς ... για να θίξουν τους νεκρούς τους.
ΑΠΟΠΑΙΡΝΩ Αποθαρρύνω, προσβάλω, μειώνω τον άλλο με λόγια (παράδειγμα: "Μανωλιό μην αποπαίρνεις το κοπέλι γιατί στενοχωράτε.").
ΑΠΟΡΑΚΗ Η τελευταία ρακή με τους λιγότερους βαθμούς.
ΑΠΟΣΚΟΤΕΙΝΙΑΣΤΗΚΑ μ’ έπιασε σκοτοδίνη, έχασα τον κόσμο από απελπισία ή έντονη λύπη (αποσκοτεινιάζει, σκοτεινιάζει εντελώς).
ΑΠΟΣΠΕΡΙΔΕΣ Βραδινές φιλικές συγκεντρώσεις (παράδειγμα: "αποσπερίδες κάναμε ο ένας στ' άλλου το σπίτι").
ΑΠΟΥ 1. που (αναφορικό), αλλά και όποιος (παροιμία: απού πλουταίνει με το νου, ποτέ ντου δε φτωχαίνει) 2. Από.
ΑΠΟΧΤΕΝΙΔΑ τα σπασμένα μαλλιά που μένουν στο χτένι κατά το χτένισμα.
ΑΠΥΡΙ θειάφι.
(Α)ΡΑΣΣΩ επιτίθεμαι, ορμάω πάνω σε κάτι (ιδ. φαγητό).
ΑΡΝΕΥΓΩ ηρεμώ (ειρηνεύω).
ΑΡΓΑΝΤΙΝΗ Βραδιά, κάποια βραδιά, "μία μέρα" (παράδειγμα: "μιαν ΑΡΓΑΝΤΙΝΗ θα πάρω θέλει τα βουνά και άντε να με βρείτε.").
ΑΡΓΑΤΙΝΗ Το βράδυ, η νύχτα.
ΑΡΙΣΜΑΡΗΣ Το δεντρολίβανο.
ΑΣΠΑΛΑΘΟΣ Είδος θάμνου με μακρυά και σκληρά αγκάθια και με ωραία αρωματικά άνθη. Λέγεται και σπάλαθρον.
ΑΥΘΙΑ αυτιά (αφτιά).
ΑΦΟΥΡΑ Η ομίχλη, η καταχνιά.
ΑΧΕΙΛΙ (υποκοριστικό, αχειλάκι), το χείλος.
ΑΦΤΩ ανάβω, άψε, άναψε, άψω, ανάψω.
Β
ΒΕΡΕΜΙΏ -ΙΑΖΩ παθαίνω βερέμι (φυματίωση).
ΒΓΟΡΙΖΕΙ Διαφαίνεται, φαίνεται, ορατό (παράδειγμα: "από μακρά βγορίζει η φωτιά στο παπούρι.).
ΒΕΓΓΕΡΑ Βεγγέρα, βεγγερίζω, είναι η συνάντηση γυναικών και παιδιών, οι άντρες ίσως αντί αυτού να πηγαίνουν στο καφενείο της γειτονιάς σε πεζούλες στο δρόμο έξω από τα σπίτια, κατά τη δύση του ήλιου, μετά τον απογευματινό ύπνο και μέχρι να νυχτώσει το καλοκαίρι, στις βεγγέρες ανταλλάσσονται νέα, λέγονται ιστορίες, είναι η ώρα που όλοι ξαποσταίνουν από της δουλειές της ημέρας, αλλά είναι και η ώρα που απολαμβάνει κανείς τη δροσιά μετά το λιοπύρι του μεσημεριού.
ΒΙΟΛΑ Λουλούδι, άνθος (παράδειγμα: "δέκα βιόλες ανθισμένες μου ΄δωσε στο χέρι.").
ΒΛΟΓΟΥΜΑΙ Στεφανώνομαι, παντρεύομαι (παράδειγμα: "πριν βλοηθεί η κοπελιά δεν είχε νοιώσει το αντρικό το χάδι.).
ΒΟΡΕΣ ο βοριάς.
ΒΟΥΪ βόδι.
ΒΟΥΛΟΠΛΕΩ Έχω αμφίβολη γνώμη, είμαι "στο ναι και στο όχι" (παράδειγμα: "μη βουλοπλές και αποφάσισε ήντα θα κάμεις.").
ΒΡΙΧΝΩ βρίσκω.
Γ
ΓΑΛΑΝΟΣ λευκός (ενώ ο γαλάζιος, και όλες οι αποχρώσεις του μπλε, λέγεται μπλάβος).
ΓΑΡΕΦΑΛΛΟ και γαρόφαλλο, γαρύφαλλο.
ΓΑΤΕΧΩ κατέχω (ξέρω) μετά από –ν.
ΓΕΙΣ Ο ένας (παράδειγμα: "δεν έχει εμπιστοσύνη ο γεις του άλλου.").
γεραθειά, γηρατειά.
ΓΗ Ή (διαζευκτικό) (παράδειγμα: "γή θα μου το δώσεις γή θα το πάρω ετσά.").
ΓΗΘΕΙΑ λαϊκό ξόρκι λευκής μαγείας κατάλληλο για το ξεμάτιασμα, αλλά και για κάθε αρρώστια ή τραύμα και γεν. «αποτρεπτικό παντός εναντίου» (υπάρχουν ειδικές γηθειές για κάθε περίσταση).
ΓΙΑΓΕΙΡΩ γυρίσω πίσω (γιαγέρνω).
ΓΙΑΓΕΡΜΟΣ επιστροφή.
ΓΙΑΓΚΙΛΙΚΙ Ερωτικό πάθος, ζήλια (παράδειγμα: "μωρέ όλα τα'χαμε, το γιαγκιλίκι μας μάρανε.").
ΓΙΑ (πριν από δε ή θά), γιατί, διότι.
ΓΙΑΕ Κοίτα, δες, βλέπε (παράδειγμα: "γιάε βρε ένα μαιμούνι ... πως κάνει ετσά.").
ΓΙΑΝΤΑ Γιατί (ερωτηματικό) (παράδειγμα: "γιάντα δε με γροικάς:").
ΓΙΑΣΜΑΣ είδος καλαίσθητου γυναικείου κεφαλομάντηλου.
ΓΙΒΕΝΤΟ ντροπή.
ΓΛΕΝΤΙΟΣ λέξη που απαντά μόνο σ’ αυτή τη μαντινάδα× σημαίνει μάλλον κατάλληλος για γλέντι, κατάσταση που πρέπει να την παίρνουμε αψήφιστα και όχι πολύ στα σοβαρά.
ΓΝΩΡΙΖΕΤΑΙ αναγνωρίζεται, γίνεται φανερός (στην Κρήτη γνωρίζω σημαίνει αναγνωρίζω, ενώ το γνωρίζω της κν. λέγεται κατέχω).
ΓΝΩΡΙΣΤΟΣ προφανής
ΓΛΑΚΩ Τρέχω (παράδειγμα: “εγλάκουνα εγλάκουνα κι όταν εποκόλωσες απ' τη παραβολή σε έφταξα”.).
ΓΟΜΑΡΙ το φορτίο του υποζυγίου.
ΓΟΥΒΑΣ κουβάς.
ΓΟΥΒΕΡΝΟ κυβέρνηση, αλλά και με την έννοια της διαχείρισης του βίου, της διαβίωσης.
ΓΡΕ γριά
ΓΡΟΙΚΩ Ακούω, προσέχω, δίνω σημασία (παράδειγμα: "δε γροικάς ήντα σου λέω;").
Δ
ΔΑ βλ. εδά.
ΔΑΧΤΥΛΙ δάχτυλο.
ΔΕΝΤΡΟ’ δέντρο.
ΔΙΑΚΟΝΙΑΡΕ’ ζητιάνα.
ΔΙΑΟΤΙ εισαγωγική λέξη σε κατάρες (εδώ περιπαιχτικά) που έχει την έννοια του καθόλου –ενν. δε θα φας μπουκιά κουλούρι (από το γάμο μου).
ΔΙΜΟΥΡΟΣ διπρόσωπος.
ΔΕΥΤΕΡΩΝΩ Επαναλαμβάνω, ξαναλέω (παράδειγμα: "δε το εδευτερώνω άλλη φορά.").
ΔΙΑΡΜΙΖΟΜΑΙ Τακτοποιώ, συγυρίζω, καθαρίζω το σπίτι.
ΔΙΔΩ ΤΩΝ ΑΜΑΘΙΩΝ ΜΟΥ Κάνω το τέλος μου, αυτοκτονώ (παράδειγμα: "αν με αφήσεις θα δώσω τον αμαθιό μου.").
Ε
ΕΓΟΙ ΜΟΥ αλοίμονό μου.
ΕΔΑ Τώρα, αυτή την στιγμή (παράδειγμα: "εδά σε θέλω 'γω ήντα θα του πεις ").
ΕΔΙΚΟΛΟΓΙΑ η συγγένεια (αλλά και το σύνολο των συγγενών, το «σόι»).
ΕΔΙΚΟΣ -ή -ό, δικός -ή –ό.
ΕΙΝΤΑ τι.
ΕΙΠΑΣΙ ΜΟΥ ΤΑ μου τά ’πανε.
ΕΚΕΙΑ Εκεί (παράδειγμα: "εκειά που πηγές ας πρόσεχες").
ΕΚΕΙΔΑ Εκεί, εκεί στο μέρος (παράδειγμα: "εκειδά που γεννήθηκα.").
ΕΜΙΛΙΑ ομιλία, φωνή.
ΕΜΠΑΙΝΟΒΓΗΚΑΝΕ «επήκανε κι εβγήκανε», ραδιούργησαν.
ΕΝΑΣ ΤΣΗ ΒΓΑΙΝΕΙ ‘Ενας της ανήκει, λέγεται και "ένα τση βγαίνει" (παράδειγμα: "ένα τση βγαίνει, ξύλο με βρεγμένη διχαλόβεργα.").
ΕΡΩΝΤΑΣ έρωτας.
ΕΛΕ ελιά (ρεθεμνιώτικο ιδίωμα).
ΕΠΑΕ - ΕΠΑ Εδώ (παράδειγμα: "επαέ που ήρθατε να τα ξεχάσετε αυτά που ξέρετε.").
ΕΤΟΥΔΑ εκεί (δεικτικότερο από το απλό έτά).
ΕΤΑ Εκεί πέρα, εκεί. (παράδειγμα: "άστο ετά και έλα να σου πω μετά.").
ΕΤΟΤΕΣΑΣ Τότε, "εκείνη την εποχή", "άμα είναι έτσι" (παράδειγμα: "ετοτεσάς δεν είχαμε τέτοια πράγματα ή ετοτεσάς δεν θέλω να μου ξαναμιλήσεις.").
ΕΤΟΥΤΟΣΑΣ Αυτός. (παράδειγμα: "ετουτοσάς που θωρείς, και να κάτεχες ποιος είναι.").
ΕΤΣΑ ΛΟΗΣ Τέτοιου είδους, τέτοιας ποιότητας, "με αυτό τον τρόπο" (παράδειγμα: "ετσά λοής που λαλιέσαι κακά είναι τα χαμπάρια σου").
ΕΤΣΑ ‘Ετσι, με αυτό τον τρόπο (παράδειγμα: "ετσά γίνονται αυτά τα πράγματα.").
ΕΥΡΕ βρες.
ΕΥΓΟΡΑΔΑ Πανοραμική θέα.
ΕΧΩ ΤΗΝ ΕΞΑ ΜΟΥ Μου περνά, έχω την άδεια και την δύναμη (παράδειγμα: "δε με σκιάζει πράμα, έχω την εξά μου.").
ΕΨΗΛΟΠΕΤΑΝΕ πετούσε ψηλά (ψηλοπετώ).
Ζ
ΖΑ - ΟΖΑ Ζώα, χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει και τον "βλάκα" (παράδειγμα: "ο Νικολής έχει πάει στα ΟΖΑ ή "αργά είναι τα ζα").
ΖΑΛΟ βήμα
ΖΒΙΓΑ σβούρα
ΖΕΒΕΛΙΑΡΗΣ Ο παραλυμένος, τρεκλίζων, παραπαίων.
ΖΕΒΛΩΝΩ Λυγίζω.
ΖΟΡΕΣ Βιασύνη, ανυπομονησία (παράδειγμα: "γιάντα έχεις τέτοιο ζόρεε απόψε;").
Η
ΗΘΕΛΑ (+ υποτακτική), θα× ήθελα σε κλέψω, θα σ’έκλεβα (βλ. ’θελα).
ΗΛΠΙΖΑ περίμενα (και για καλό και για κακό).
ΗΜΠΟΡΩ μπορώ.
ΗΤΟΝΕ ήταν.
Θ
ΘΑΡΡΩ νομίζω.
ΘΕΤΩ Ξαπλώνω, κοιμούμαι (παράδειγμα: "πήγε να θέσει γιατί ήταν κουρασμένος.").
ΘΙΑΡΜΟΣ κακό μάτι.
Κ
ΚΑΒΡΟΣ Κάβουρας, χρησιμοποιείται για να δηλώσει και την χαμηλή ταχύτητα (παράδειγμα: "σαν τον καβρό πηγαίνεις.").
ΚΑΘ'ΑΡΓΑ Κάθε βράδυ (παράδειγμα: "καθ'αργά που θέτω να κοιμηθώ την ανιστορούμαι.").
ΚΑΛΑ ΞΕΤΕΛΑ Αίσιο τέλος, καλά ξετελέματα (παράδειγμα: "ωωω μ' αυτή που 'μπλεξε ς καλά ξέτελα,").
ΚΑΛΛΙΑ Καλλύτερα (παράδειγμα: "Κάλλια να μου βγει το μάτι , παρά το όνομα.").
ΚΑΛΗΝΩΡΙΣΜΑΤΑ φιλοφρονήσεις, ευχές για «καλήν ώρα» (καλή τύχη κ.τ.τ.).
ΚΑΛΟΣΤΡΑΕΙΑ καλό ταξίδι (ευχή).
ΚΑΝΑΚΙΖΩ: Θωπεύω, καλοπιάνω (παράδειγμα: "ετσά που κανακίζει το κοπέλι θα το κάνεις σαν το μούτρα σου.").
ΚΑΝΩ ΧΩΡΙΟ ΜΕ ΚΑΠΟΙΟΝ Ταιριάζω με κάποιον, "τα βρίσκουμε" (παράδειγμα: "ετουτοσάς δεν κάνει χωριό με κανέναν.").
ΚΑΡΤΣΑ κάλτσα.
ΚΑΣΤΡΙΝΗ Ηρακλειώτισσα.
ΚΑΤΑΣΤΑΙΝΟΜΑΙ Ετοιμάζομαι, ησυχάζω, καταλαγιάζω (παράδειγμα: "γιατί δεν κατασταίνεσαι σε ένα τόπο μόνο γυρνάς συνέχεια;").
ΚΑΤΕΧΩ Γνωρίζω καλά, "αντιλαμβάνομαι πλήρως", ξέρω (παράδειγμα: "δε κατέχω από τέτοια πράματα.").
ΚΑΤΣΟΥΝΑ Μπαστούνι.
ΚΑΤΗΣ γάτος (ανεξ. φύλου).
ΚΑΤΣΟΥΛΙ γατάκι (υποκορ. του κάτης).
ΚΙ ΑΠΟΙΣ Και μετά, "το αποτέλεσμα είναι" (παράδειγμα: "κατάσταισε πρώτα το τσικάλι, κι απόις γλάκα να φέρεις το κρασί").
ΚΙΑΝΕΙΣ Κανένας, κάποιος. (παράδειγμα: "κιανείς δεν θέλει το κακό σου").
ΚΟΛΟΚΥΘΟΣΦΟΥΓΓΑΤΟ Ομελέτα με κολοκύθια. Επίσης "σφουγγάτο" είναι η ομελέτα.
ΚΟΝΤΟ Άραγε, "λες;" (παράδειγμα: "κοντό Θέε μου, να πάθω πράμα;").
ΚΟΠΕΛΙ παιδί.
ΚΟΠΕΛΙΖΩ Παιδιαρίζω, κάνω σαν παιδί (παράδειγμα: "σταμάτα να κοπελίζεις μεγάλωσες πια.").
ΚΟΠΕΛΟΦΕΡΝΩ Συμπεριφέρομαι σαν παιδί, σαν μωρό (παράδειγμα: "σταμάτα πια, μην κοπελοφέρνεις ολόκληρος άντρας.").
ΚΟΥΖΟΥΛΑΔΑ Τρέλα, απερισκεψία,"έξω από τα όρια" (παράδειγμα: "η κουζουλάδα που κουβαλεί ... είναι άλλο πράμα.").
ΚΟΥΖΟΥΛΟΣ τρελός, κυρίως με την έννοια του επιπόλαιου.
ΚΟΥΚΟΣΑΛΙ Το χαλάζι (παράδειγμα: Να'ρχεται μπόρα δυνατή να ρίχνει κουκοσάλι και ξεπαπούτσωτη να'ρθείς στην εδική μου αγκάλη.)".
ΚΟΥΛΑΝΤΡΙΖΩ Υποφέρω, υπομένω, αντέχω (παράδειγμα: "δεν την κουλαντρίζω καθόλου την ρακί.)".
KOYΛΟΥΚI Κουτάβι, ο μικρός σκύλος.
ΚΟΥΡΑΔΙ κοπάδι.
ΚΟΥΡΓΙΑΛΙ Το καθαρό, το λαμπέρο (παράδειγμα: “εκκαθάρισα το μεγάλο πιθάρι και εκαμά το κουργιάλι”.).
ΚΟΥΤΣΟΥΒΕΛΟ Μικρό παιδί, πιτσιρίκι. (παράδειγμα: "να κάνουν και 5--6 κουτσούβελα να μην ξαναδουλέψουν.").
ΚΟΥΦΟΣ κούφιος.
ΚΡΑΧΤΗΣ (πετεινός), κόκορας με δυνατή φωνή.
ΚΡΥΓΙΟΤΗ ψύχος.
ΚΥΡΗΣ Πατέρας, αφέντης, "αυτός που έχει την εξουσία" (παράδειγμα: "πρέπει να γυρίσω ογλήγορα γιατί θα φωνάζει ο κύρης μου.").
Λ
ΛΑΛΩ Προχωρώ, περπατάω, οδηγώ π.χ . "λάλιε τα οζά" Εξ'ού και η γνωστή παροιμία " Τρεις λαλούν και δυο χορεύουν", η οποία προέρχεται από το χορευτικό ιδίωμα της περιοχής Κισσάμου Χανίων, όπου οι δύο πρώτοι που κρατούν στο χορό χορεύουν, ενώ οι υπόλοιποι απλά περπατάνε.
ΛΑΨΗ λάμψη.
ΛΗΜΕΡΙΩ περνώ την ημέρα μου
ΛΟΓΙΑΖΩ Σκέφτομαι, σχεδιάζω, καταστρώνω (παράδειγμα: " δεν το λογιάστηκες λοιπόν, πως θα΄ναι πλια πολλοί;").
ΛΟΓΙΩ ειδών.
ΛΟΓΟΥΜΑΙ Θεωρούμαι, είμαι (παράδειγμα: "άνθρωπος λογούμαι και εγώ.").
ΛΟΪΣΜΟΣ Λογισμός, περίσκεψη (παράδειγμα: "που ταξιδεύει ο λοϊσμός σου;").
Μ
ΜΑ Μάνα (παράδειγμα: "εεεε μάααα έψησες πράμα καλό να φάμε;").
ΜΑΘΙΑ μάτια.
ΜΑΓΑΡΙ Μακάρι, "ευχή", "πόθος" (παράδειγμα: "μαγάρι να γίνει το κοπέλι καλά.").
ΜΑΓΑΤΖΕΣ Αποθήκη με τρόφιμα.
ΜΑΝΙΖΩ Θυμώνω, νευριάζω (παράδειγμα: "μην μανίζεις με αυτά που γροικάς!").
ΜΑΝΤΖΑΡΙΑ Η ώρα του φαγητού.
ΜΕΙΝΤΑΝΙ Πλατεία, η πλατεία του χωριού (παράδειγμα: "θα σμίξουμε στο μειντάνι.").
ΜΕΣΟΦΟΡΙ Γυναικείο εσώρουχο (παράδειγμα: "το μεσοφόρι που φορείς θα μ’ αποκουζουλάνει.").
ΜΕΣΤΩΝΩ Βάζω κάτι στο μυαλό μου που θέλω να πραγματοποιηθεί (παράδειγμα: "άμα δεν το μεστώσεις καλά, τσιγάρο δεν κόβεις.").
ΜΕΤΑΔΕΝΩ ΤΑ ΖΑ Μετακινώ, - δένω αλλού - ΣΤΟΝ ΒΟΣΚΟΤΟΠΟ ΤΑ ΔΕΜΕΝΑ ΖΩΑ (παράδειγμα: "σάλευγε τα ζα να μεταδέσεις.").
ΜΙΑΟΛΙΑ Λιγάκι (παράδειγμα: "δε έχεις μιαολιά φιλότιμο;").
ΜΙΚΙΟΣ Μικρός, "λίγος" (παράδειγμα: "μικιός ήταν ο λαγός, σκέτο λουκούμι!").
ΜΙΤΑΤΟ Κατάλυμμα, κυρίως το κατάλυμμα των βοσκών που είναι πετρόκτιστο, επίσης και τόπος φύλαξης των τυριών. (παράδειγμα: "και βράσαμε μιαν αίγα στο μιτάτο του Νικολή, άλλο πράμα.").
ΜΟΥΖΩΝΩΜΑΙ Λερώνομαι (παράδειγμα: “επαίζε με τα κάρβουνα και μουζώθηκε”) σχετικά: μουζουδιά = βρωμιά.
ΜΠΕΓΕΝΤΩ -ΙΖΩ εκτιμώ κάτι επειδή το θεωρώ όμορφο, θαυμάζω.
ΜΠΕΤΗΣ Θώρακας, στήθος (παράδειγμα: "και έβαλε το μπέτη του μπροστά.").
ΜΠΙΣΤΙΚΙΑ ΦΙΛΙΑ ‘Εμπιστη φιλία (παράδειγμα: "Αυτή είναι μπιστικιά φιλιά.").
ΜΠΛΙΟ Πιά, επιτέλους, εώς εδώ (παράδειγμα: "δεν θέλω μπλιο να θωρώ τα αίσχη.").
ΜΠΟΡΕΣΑΜΕΝΟ δυνατόν.
ΜΠΡΟΣΠΟΔΙΑ η κάτω μεριά του κρεββατιού (μπροστά στο σημείο όπου αγγίζουν τα πόδια), όπου, για λόγους χώρου, τοποθετούσαν μαξιλάρια και ξάπλωναν τα μικρότερα παιδιά.
Ν
ΝΑ ’ΘΕΛΑ αν επρόκειτο (βλ. ’θελα).
ΝΑ ’ΧΑ ΠΩΣ να μπορούσα.
ΝΑ ’ΡΘΗΣ ενν. αν έρθεις.
ΝΑ ’ΧΕ (μη), ας (μην).
ΝΕΦΑΛΑ και νέφη, τα σύννεφα.
ΝΙΑ Νέα κοπέλα, κορίτσι (παράδειγμα: "οι νιες ετοτεσάς ήσανε για το σπίτι εδά είναι.").
ΝΤΑΓΙΑΝΤΩ -ΙΖΩ αντέχω.
ΝΤΑΚΕΡΝΩ Αρχίζω, ξεκινώ, βάζω μπροστά (παράδειγμα: "και με ντάκαρε σε κάτι σφαλιάρες.").
ΝΤΕΛΗΚΑΝΗΣ Ωραίος, όμορφος, νεαρός (παράδειγμα: "οι ντεληκανήδες του χωριού έσυραν το χορό.”).
ΝΤΕΛΟΓΟ Αμέσως, άμεσα, τώρα, με τη μία, χωρίς καθυστέρηση (παράδειγμα: οσά το ντελόγο δεν έχει.").
ΝΤΡΕΤΟΣ Ευθύς, ίσιος, "σωστός". (παράδειγμα: "γιατί δεν μου μιλάς ντρέτα;").
ΝΤΟΥΣΟΥΜΑΝΗΣ εχθρός.
ΝΤΟΥΣΟΥΝΤΙΖΩ συλλογίζομαι.
Ξ
ΞΑ ΜΟΥ ας κάνω ό,τι θέλω.
ΞΑ ΣΟΥ ‘Oπως νομίζεις, δικαίωμά σου (παράδειγμα: "κάμε ότι θες, ξά σου.").
ΞΑΝΑΓΙΑΓΕΡΝΩ επιστρέφω.
ΞΑΝΟΙΓΩ Κοιτάζω, προσπαθώ να κάνω κάτι (παράδειγμα: "ξανοίγω μπας και τα καταφέρω αλλά το θωρώ δύσκολο.").
ΞΕΔΗΛΙΑΙΝΕΙ (τ’ όνειρο), εκπληρώνεται.
ΞΕΚΑΝΩ Καταστρέφω, αφανίζω, εξολοθρεύω (παράδειγμα: "το ξέκανε το κοπέλι απ' τη πολύ δουλειά").
ΞΕΛΗΣΜΟΝΟΥΝΤΑΙ ξεχνιούνται.
ΞΕΠΑΡΑΛΥΩ ξηλώνω.
ΞΕΤΡΕΧΩ προωθώ.
ΞΕΤΣΙΛΑΚΩΝΩ Λιώνω, συνθλίβω (παράδειγμα: “αν πατήσω το σκουλήκι , θα το ξετσιλακώσω!”.).
ΞΕΤΟΥΡΤΟΥΡΩΝΩ ξεπαγιάζω.
ΞΕΦΟΥΚΑΡΩΝΩ Εξορμώ, βγάζω κάτι από τη θέση του.
ΞΕΨΗΦΩ Παύω να εκτιμώ, "να έχω σε υπόληψη" (παράδειγμα: "ποτές δεν εξεψήφισα τα λόγια τα δικά σου.").
ΞΟΜΠΛΙΑΣΤΡΑ νοικοκυρά πιτήδεια στο ξόμπλιασμα, δηλ. επιδέξια στο στόλισμα των εργόχειρων.
Ο
ΟΓΛΗΓΟΡΑ Γρήγορα, ταχύτατα (παράδειγμα: " ογλήγορα και φτάσαμε όπου μας περιμένουν.").
ΟΘΕ(Ν) προς (όθε μ-πάνω, όθε γ-κάτω κ.τ.λ.).
ΟΖΟ (πληθ. οζά), τα ζώα (αιγοπρόβατα).
ΌΙ Όχι, δεν θέλω. (παράδειγμα: "όι δεν θέλω να σ΄ ακούσω!").
ΟΛΠΙΖΑ δεν τό ’λπιζα, δεν το περίμενα (και για καλό αλλά κυρίως για κακό) (βλ. και ήλπιζα).
ΟΛΟ πάντα.
ΟΜΑΔΙ μαζί.
ΟΜΠΡΟΣ Μπροστά (παράδειγμα: "ξάνοιγε ομπρός σου μην σβολωθείς.").
ΟΝΟΜΗΣ (για ονομής σου), για σένα, εδώ: για χάρη σου.
ΟΝΤΕ(ν) όταν.
ΟΞΩ εκτός (πόριζε όξω: έβγα έξω, δεν ήρθεν όξω ο Γιώργης: δεν ήρθε κανείς εκτός από το Γ.).
ΟΦΕΤΟΣ Φέτος. (παράδειγμα: "οφέτος θα έχει βεντέμα.").
ΟΦΤΟ Κρέας ψημένο στα κάρβουνα (παράδειγμα: "στο μητάτο του Νικολή φάγαμε ένα οφτό λουκούμι!").
ΟΥΛΟΣ -η -ο, όλος -η –ο.
ΟΧΤΡΟΣ Εχθρός, αντίπαλος (παράδειγμα: "σαν έρθει ο οχτρός θα δούμε εάν φοβάσαι.").
ΟΨΕΣ Χθες (παράδειγμα: "μωρέ ' συ ... οψές δεν μου έλεγες άλλα;").
Π
ΠΑΙΔΩΜΗ Βάσανο, τυραννία (παράδειγμα: "ετουτηνά την παιδωμή να πινώ και να μην μπορώ να φάω!").
ΠΑΙΖΩ εκτός από την κν. έννοια σημαίνει και κοροϊδεύω, χτυπώ και πυροβολώ.
ΠΑΝΤΗΞΟΥΝ ’πάντηξε, συναντηθούν, συνάντησα (παντίχνω).
Παντιδιερός βολικός (παντίδει).
ΠΑΠΟΥΡΙ Εδαφική προεξοχή, ύψωμα, εξόγκωμα χωμάτινο (παράδειγμα: " βλέπει πάνω στο παπούρι το δεντρό;").
ΠΑΡΑΒΟΛΗ η άκρη από το σπαρμένο χωράφι.
ΠΑΡΑΙΤΩ εγκαταλείπω.
ΠΑΡΑΤΗΡΗΜΑ η δεισιδαιμονική πρόληψη, η κακή ώρα, η φορτισμένη από την επήρεια πονηρού πνεύματος.
ΠΑΡΕΚΕΙ στην άκρη.
ΠΑΡΤΕ η, μερίδα (προκειμένου για ανθρώπους ομάδα)
παρτίρω, υπομένω.
ΠΑΡΤΕΡΝΩ Υποφέρω, βασανίζομαι (παράδειγμα: "έχω πολλά παρτείρει στη ζωή μου.").
ΠΑΣΤΕΝΑΓΛΑ Το καρότο από το ιταλικό pastinaca
ΠΕΡΑΣΑ πέρασμα.
ΠΕΜΠΩ στέλνω, πέψω, στείλω.
ΠΗΛΙΑ’ η πούλια
ΠΛΗΘΙΑΙΝΩ αυξάνω -μαι, πολλαπλασιάζω –ομαι.
ΠΟΔΟΜΕΝΟΣ καταντημένος (ποδίδω).
ΠΟΘΑΙΝΩ πεθάνω, ποθάνω, πεθάνω.
ΠΟΘΑΜΟΣ θάνατος.
ΠΟΘΕΣ πουθενά (ή κάπου).
ΠΛΙΑ Περισσότερο, "μεγαλύτερο" (παράδειγμα: "μπα να θες πλια πολύ φαΐ;").
ΠΟΛΛΑ Πολύ, (ένδειξη μεγέθους, πλήθους κ.λ.π) (παράδειγμα: "πέρασε ένα καράβι πολλά μεγάλο.").
ΠΟΡΕΥΓΟΜΑΙ προχωρώ, εδώ περνώ τη ζωή μου, διαβιώ
ΠΟΡΠΑΤΗΞΑ περπάτημα.
ΠΟΡΤΑΚΑΛΙ πορτοκάλι.
ΠΟΡΤΑΚΑΛΙΑ πορτοκαλιά
ΠΟΥΛΟΣ Η μούντζα, το φάσκελο (παράδειγμα: δώσε πούλους στο παιδί να μη το ματιάσεις”.).
ΠΡΑΜΑ Τίποτα, καθόλου (παράδειγμα: "και έγινε μωρέ πράμα στην συγκέντρωση;").
ΠΡΙΧΟΥ Πριν (παράδειγμα: "πριχού υπογράψεις ρώτα με.").
ΠΡΩΤΟΠΑΤΩ πατάω πρώτα (πριν προχωρήσω).
ΠΥΡΟΒΟΛΟΣ είδος παλιού αναπτήρα.
ΠΩΣ ΕΔΩ επειδή, εξαιτίας του ότι.
Ρ
ΡΑΠΗ το κοτσάνι του σταχυού.
ΡΑΣΣΩ βλ. αράσσω.
ΡΕΓΟΜΑΙ θαυμάζω κάτι μου αρέσει κοιτάζοντάς το.
ΡΗΜΑΣΜΕΝΟΣ ρημαγμένος.
ΡΟΥΣΣΑ κόκκινη (κοκκινομάλλα).
ΡΩΤΟΥΣΙ ρωτάνε.
Σ
ΣΑΙΚΑ Προφανώς, μάλλον, ενδέχεται (παράδειγμα: "και σάικα θα βρω το μπελά μου;").
ΣΑΜΕ μέχρι.
ΣΑΛΕΥΓΩ Περπατώ, πηγαίνω, κατευθύνομαι (παράδειγμα: "σάλευγε μην βραδυάσουμε, ή ανάθεμα το για οζό δεν σαλεύγει καθόλου.").
ΣΑΡΙΚΙ Κεφαλομάντηλο μαύρο με κρόσσια όμοια με δάκρυα, που δείχνουν τον πόνο και τη στεναχώρια. Αν και θεωρείται τούρκικο απομεινάρι, η λέξη σαρίκι προέρχεται από το λατινικό Καισαρίκιον, το οποίο ήταν το επικάλυμμα του κεφαλιού του Καίσαρα, που δήλωνε το βαθμό εξουσίας.
ΣΑΦΙ Συνεχώς, πάντα (παράδειγμα: "ήντα κάνεις, καλά; σάφι καλαααά").
ΣΑΧΝΩ Φτιάχνω, κατασκευάζω (παράδειγμα: "Έλα να σάξομε το σπίτι γιατί περιμένουμε τους σύντεχνους.").
ΣΕΒΕΝΤΟΥΚΟΣ Μικρό στρογγυλό αρτίδιο μοναστηριακής κατασκευής, που δίδεται στους επισκέπτες ή στους μοναχούς.
ΣΕΒΝΤΑΣ Ερωτικό πάθος (παράδειγμα: "τι σεβντάς είναι αυτός που σε καίει για την Μαριώ!").
ΣΙΜΩΝΩ Πλησιάζω, πάω κοντά (παράδειγμα: "δε μου σιμώνει άνθρωπος.").
ΣΙΧΤΙΡΙΖΩ Επιπλήττω, μαλώνω (παράδειγμα: "είπα να τον σιχτιρίσω, αλλά είπα άσε χρονιάρες μέρες!").
ΣΚΑΡΑ Η σιδερένια σχάρα που χρησιμοποιούμε για να ψήνουμε πάνω της το κρέας στα κάρβουνα. (παράδειγμα: "ελάτε να φάμε οφτό στην σκάρα.").
ΣΚΙΑΣ Τουλάχιστον,το λιγότερο, το κατώτατο (παράδειγμα: "σκιας και αν μ΄άκουγες δε θα ΄φτανες δω πέρα.").
ΣΟΓΙΑ Σόϊ, φαμίλια, οικογένεια. (παράδειγμα: "και πλακώσαν τα σόγια και εκιά να δεις γλέντι!").
ΣΟΛΑΪΣΗ Ανάπαυση, ξεκούραση, καταλάγιασμα (παράδειγμα: "σολάϊση δεν έχεις μπλιό.").
ΣΤΕΛΙΩΝΩ στερεώνομαι.
ΣΤΙΒΑΝΙΑ Ανδρικές μπότες ως το γόνατο.
ΣΤΣΙ στις.
ΣΤΣΟΙ στους.
ΣΥΒΑΖΩ Πείθω, κάνω κάτι αποδεκτό (παράδειγμα: "δεν την συβάζω την γυναίκα με πράμα βρε Μανωλιό.").
ΣΥΜΠΑΙΝΩ φροντίζω τη φωτιά για ν’ ανάψει περισσότερο.
ΣΥΨΩΜΑ συμφωνία του εργάτη με τον εργοδότη ότι θα φροντίζει μόνος του για το μεσημεριανό του.
Τ
Τ' ΑΣΚΕΡΟΥ Αύριο, την επομένη μέρα (παράδειγμα: “τ'ασκέρου θα κάνω.”).
ΤΑΞΕ ΠΩΣ σα να, λες και.
ΤΑΣΣΩ (πώς) πείθω τον εαυτό μου ότι…
ΤΑΧΙΑ αργότερα.
ΤΑΧΙΝΗ η αυγή.
ΤΕΘΟΙΟΣ τέτοιος.
ΤΖΗ της (τση μετά από -ν).
ΤΖΙ τις (τσι μετά από -ν).
ΤΖΙΦΤΕΣ (τσιφτές μετά από -ν) δίκαννο.
ΤΖΟΙ τους (τσοι μετά από -ν).
ΤΖΙΖΒΕΣ Το μπρίκι για τον καφέ (παράδειγμα: “Βαλε τον τζιζβέ στη φωτιά.”).
ΤΙΝΟΣ ποιανού.
’ΤΟΝΕ βλ. ήτονε.
’ΤΟΥΔΑ βλ. έτουδά.
ΤΟΥΤΟΝΕ αυτόν (τούτοσές).
ΤΟ ’ΧΩ ΜΕ στενοχωρεί.
ΤΡΑΠΕΖΟ τράπεζα.
ΤΡΙΠΥΡΗ (φωθιά), φωτιά με τρεις εστίες.
ΤΡΟΖΑΘΩ τρελαθώ (τροζαίνομαι).
ΤΟ ΙΘΕ Προς, κατευθείαν προς (παράδειγμα: "ελάτε αποδιαφώτιστα πάλι το ίθε κάτω.").
ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΜΟΥ Εγώ, ο εαυτός μου (παράδειγμα: "του λόγου μου ήντα θα γενώ;").
ΤΡΑΒΑΓΙΑ Το μπλέξιμο - φασαρία (παράδειγμα: “πολύ τραβάγια κάνετε μωρέ κοπέλια Γύρευε τη δουλειά σου μη μπλέκεις με τραβάγιες.”).
ΤΣΙΚΑΛΙ Μεγάλη κατσαρόλα.
ΤΣΗ της.
ΤΣΙ τις.
ΤΣΟΙ τους.
Υ
ΥΣΤΕΡΑΤΑΙ στερείται (υστερούμαι).
Φ
ΦΡΟΥΚΟΥΜΑΙ Αφουγγράζομαι, ακούω με προσοχή (παράδειγμα: "φρουκάσου τα λόγια μου και ξα μου.").
ΦΑΜΕΓΙΟΣ (υποκορ. φαμεγιούρι), οικότροφος υπηρέτης, συνήθ. παιδί, για αγροτικές εργασίες.
ΦΑΣΟΥΛΕ’ φασολιά.
ΦΕΞΗ φωτεινή ανταύγεια (βλ. και φωτεράδα).
ΦΙΛΙΑ’ φιλία, αλλά και έρωτας.
ΦΩΘΙΑ φωτιά.
ΦΩΤΕΡΑΔΑ φωτεινότητα, φωτεινή ανταύγεια.
Χ
ΧΑΖΙ για χάζι, για γούστο, για διασκέδαση (όχι από αληθινό ενδιαφέρον).
ΧΑΗΜΟΣ το χαράς το (έκφραση απαξίωσης).
χαιρετισμός ενν. κάποιο συμβολικό δώρο ως ένδειξη του αμείωτου ενδιαφέροντος.
ΧΑΛΑΛΙΖΩ διαθέτω ευχαρίστως.
ΧΑΜΑΙ χάμω, καταγής.
ΧΑΜΠΕΡΙ είδηση.
ΧΑΡΚΙΑΣ σιδηρουργός.
ΧΑΡΙΝΩ ΤΟ υποκοριστικός τύπος του θωπευτικού χαρώ το.
ΧΕΡΑ το χέρι.
ΧΟΒΟΛΗ η ζεστή στάχτη της παρασθιάς (του τζακιού).
ΧΟΡΕΥΤΡΑ καλή χορεύτρια.
ΧΑΜΠΛΙΟΛΙ Είδος φλογέρας.
ΧΑΧΑΛΟΒΕΡΓΑ Μπαστούνι που έχει το σήμα (ν) από εκεί που το κρατάμε.
ΧΩΝΩ Κρύβω, φυλάω, καταχωνιάζω (παράδειγμα: "ψάχνω τα τσιγάρα και δεν ξέρω που τα 'χει χώσει η γυναίκα μου!").
ΧΩΡΑ πόλη (το πλησιέστερο αστικό κέντρο, αλλά και κάθε πόλη).
ΧΩΡΑΪΤΗΣ αστός.
ΧΩΣΜΕΝΟΣ κρυμμένος (χώνω).
ΧΩΡΑΤΟ Αστείο, πλάκα (παράδειγμα: "Ίντα χωρατά είναι αυτά που μου κάνεις;").
ΧΩΣΤΑ Κρυφά, μυστικά, "με τρόπο" (παράδειγμα: "και πήγε χωστά χωστά και του κλέψε την αίγα.).
Ψ
ΨΗΦΩ σέβομαι, εκτιμώ και υπολογίζω κάποιον.
ΨΟΜΑ Ψέμα (παράδειγμα: "εκιονά το ψόμα σου, μου έκατσε επαέ στο μπέτη.").
Ω
ΩΣ όπως, όσο, έστω κι αν, ακόμη και.
ΩΣΤΕ ώσπου.