Μαντινάδες


Η μαντινάδα
είναι ποίημα που αποτελείται συνήθως από δύο δεκαπεντασύλλαβους στίχους με ομοικαταληξία, ή και τέσσερα ημιστίχια που δεν ομοιοκαταληκτούν απαραίτητα.
Αποτελεί
μέσο αυθόρμητης λαϊκής έκφρασης ιδίως μέσα στα τραγούδια της Κρήτης, που είναι ξακουστή για τις μαντινάδες της. Η κρητική μαντινάδα διακρίνεται για την ιδιάζουσα έκφραση, το μεστό της φράσης και αντανακλά τα αισθήματα, τη σκέψη και τη ζωή του κρητικού λαού. 
  

Ακολουθεί 
μια μικρή συλλογή απ΄τις καλύτερες μαντινάδες που μάζεψα στο διαδίκτυο, ή θυμάμαι απ΄τους δικούς μου, ταξινομημένες σε κατηγορίες. Εννοείται πως σιγά-σιγά θα τη συμπληρώνω με καινούργιες.
Αν θέλετε να στείλετε και τις δικές σας, με πολύ χαρά θα τις προσθέσω και αυτές.
Ας μην ξεχνάμε, οι μαντινάδες είναι πολιτιστική κληρονομιά όλων μας και δεν ανήκουν αποκλειστικά σε κάποιον!
Η σειρά τους είναι η εξής:
 Για την αγάπη
 Για την Ομορφιά
 Για την Καρδιά
 Για τα Μάτια
 Για το Δάκρυ και το Κλάμα
 Για τον Πόνο
 Για τη Νύχτα και τα Όνειρα 
 Ευχές για το Γάμο
 Χαιρετίσματα - Φιλοφρονήσεις
 Για τη Λεβεντιά
 Για την Κρήτη
 
Για την Μεγάλη Εβδομάδα





Για την αγάπη


Αγάπα με να σ΄αγαπώ, θέλε με να σε θέλω,
γιατί θαν έρθη και καιρός να θέλεις να μη θέλω.

Αγάπα με πουλάκι μου, γιατί κι εγ΄αγαπώ σε.
Μιάν ώρα μόνο αν δε σε δώ, κλαίω κι αναζητώ σε.

Αγάπη διάολο βαστάς, διάολο διαολίζεις.
Σα βρεις κιανένα πελελό΄ς τσή νώμους του καθίζεις.

Αέρας τρώει τα ρούχα μου κι ο ήλιος τα΄άρματά μου.
Κι ένας μικρούλης έρωντας τρώει τα σωθικά μου.

Αλλοίμονο τα πράματα στον κόσμο πως περνούνε.
Άλλοι μερώνουν τα πουλιά κι άλλοι τα κυνηγούνε.

Αλλοίμονο φωθιά ΄φαγα και κάρβουνα κατάπια.
Δε μου τη σβύσαν τη φωθιά, όσα νερά κι αν τάπια.

‘Α μ΄αγαπάς με την καρδιά, δείξε μου σημαδάκι.
Όντεν κρατούμε ‘ς το χωρό, σφίξε μου το χεράκι.

Αν μ΄αρνηθείς πουλάκι μου, του ήλιου μπλιό δε δείχνω.
Στα σκοτεινά θα σφαλιχτώ να φέγγω με το λύχνο.

Ανάθεμα τη μάνα σου κι εμένα τη νενέ μου,
που δεν μας επαντρεύουνε, σγουρέ βασιλικέ μου.

Ανάθεμα τη μάνα σου, που σ΄έμαθε να φαίνει
κι όντε χτυπάς την πεταλιά, τον άνθρωπο λωλαίνεις.

Αν αποθάνω και με κλαις, χάρι δε σου γνωρίζω.
Εδά το θέλω να το ιδώ, το πεθυμώ κι’ ορπίζω.

Αναστενάζω κι ο καπνός μαυρίζει μου τα ρούχα.
Κι άλλη δε μου τα πλύνει μπιό, σαν την αγάπη οπού’ χα.

Αντίκρυ μού΄ρθες κι έκατσες, σαν ήλιος, σα φεγγάρι.
Κι ερούφηξες το αίμα μου, σαν το ξερό σφουγγάρι.

Από μακριά να σε θωρώ, κοντά να μη σιμώνω.
Την εμιλιά σου να γροικώ κι εκείνη σώνει μόνο.

Ήθελα να ' μαι ανάσα σου, να μπω στα σωθικά σου,
να δω για ποιό μαραίνονται τα φύλλα τσι καρδιάς σου.

Ποτήρι η αγάπη σου κ' είναι καημούς γεμάτο
κι αν έχει και καμιά χαρά θα βρίχνεται στον πάτο.

Με ‘ένα μπιστόλι παίξε μου, μη λυπηθείς τις σφαίρες,
έτσι κι αλλιώς χωρίς εσέ είναι νεκρές οι μέρες.

Ποτέ μου δε σε σκέφτηκα και να μη νοιώσω πόνο,
γιατί το ξέρω ώς 'τε να ζω πως θα 'σαι σκέψη μόνο.

Όπου κι αν είσαι μοναξιά μη νιώσεις για δεν έχεις,
είναι κι η σκέψη μου ετά, μόνο να την προσέχεις.

Έγραψα τη αγάπη μας στου φεγγαριού τ' αλώνι
και δε τη σβήνει ο χωρισμός δεν τη χαλούν οι χρόνοι.

Ο βήχας και ο έρωτας  είναι κοινό σε κάτι...
έχουν κι δυο για γιατρικό ένα ζεστό κρεβάτι.

Στσ'αγγέλλους επαράγγειλα την έννοια σου να έχουν,
μα μου 'παν πως οι άγγελοι, αγγέλους δεν προσέχουν.

Είσαι για μένα η χαρά, το νόημα του κόσμου,
ζωή δε θέλω ούτε λεπτό χωρίς εσένα φως μου.

Εγώ τη βρήκα τη χαρά μέσα στα δυο σου μάτια
κι ας τους άλλους να ψάχνουνε, σε πλούτη και παλάτια!

Μόνο την λέξη σ' αγαπώ τα χείλη σου να πούνε
όλου του κόσμου οι χαρές  θα 'ρθούνε να με βρούνε!

Αδύνατό 'ναι να καεί, κερί και να μη στάξει,
αγάπη να θεμελιωθεί, χωρίς ν' αναστενάξει.

Γίνου κερά μου σύννεφο κι εγώ θα γίνω μπόρα
να σμίγομε στον ουρανό δέκα φορές την ώρα.

Kαι του τσιγάρου ο καπνός εσένα σχηματίζει,
φαντάσου πόσο σ' αγαπά αυτός που το καπνίζει.

Κάνε τη Θεέ μου θάλασσα και μένα κάνε άμμο
θέλει δε θέλει να 'ρχεται στην αγκαλιά μου πάνω!

Θεέ μου και δίδε της χαρά να μην την δω να κλάψει
και δίδε εμένα βάσανα που 'χεις για κείνη γράψει!

Ήθελα να 'μουν άρωμα που βάζεις στα μαλλιά σου
σε κάθε σου αναπνοή να μπαίνω στην καρδιά σου!

Όπου κι αν πας να μήν σκεφθείς πως είσαι μοναχή σου
γιατί έχεις σύντροφο πιστό τη σκέψη μου μαζί σου.

Εχάραξα το σ' αγαπώ στη πέτρα που δε σβήνει
όντε ποθάνω να περνάς, να σου το λέει εκείνη.

Φεύγει και φεύγει η χαρά, και μόνο οι αναμνήσεις
θα μου κρατούνε συντροφιά ίσαμε να γυρίσεις.

Αδιαφορώ για τις χαρές  που μου' χε τάξει η μοίρα
γιατί απο την αγάπη σου, την πιο μεγάλη επήρα.

Κοιτώ ψηλά τα σύννεφα και σένα βλέπω πάλι
χαμόγελα να μου σκορπάς  στου ονείρου την αγκάλη.

Nα' μουνα ιντα να' μουνα, πηρούνι του σπιτιού σου
να τρως μ' αυτό, να γεύομαι τη γλύκα του φιλιού σου.

Σαν αγαπιούνται δυο καρδιές , πολλές χαρές θωρούνε,
τσι πίκρες και τα βάσανα με θάρρος ξεπερνούνε.

Όπου κι αν γράψω σ' αγαπώ, ποτέ δεν τελειώνει
στο τέλος με το δάκρυ μου η λέξη πάντα λειώνει.

Aν μπορούσε ο άνθρωπος να σταματά τον χρόνο
εγώ την ώρα που γελάς θα σταματούσα μόνο.


του καίει η φλόγα το κορμί και ζει με τα σημάδια.

Στην αγκαλιά σου έμαθα ηντα θα πει αγάπη
και αλάργο σου τα βάσανα τσι πόνους και τα πάθη.

Μόνο εσένα αγαπώ και μ' άλλη δε σ' αλλάζω
εσένα θέλω να φιλώ εσένα ν' αγκαλιάζω.

Βασιλικέ αν κάτεχες ποια χέρια σε ποτίζουν
έπρεπε τα κλωνάρια σου στον ουρανό να αγγίζουν..

Νερό αθάνατο αν βρω, θα το κρατώ για σένα
εγώ δεν πίνω αφού ζωή είσαι εσύ για μένα.

Είσαι μέσα στη σκέψη μου και μέσα στο μυαλό μου
παρηγοριά στη μοναξιά ελπίδα στ΄όνειρό μου.

Άμα θα νοιώσεις μοναξιά και πίκρα να σε δέρνει
δίνε  φτερά στο λογισμό, κοντά μου να σε φέρνει.

Ως τρέμουν τα' άστρα του ουρανού ώσπου να ξημερώσει
τρέμει κι εμέ η καρδούλα μου ότι να σ' ανταμώσει

Είσαι για μένα η χαρά το νόημα του κόσμου,
ζωή δε θέλω ούτε λεπτό χωρίς εσένα φως μου.

Ρωτήξανε με για να πω κάτι απ τη ζωή μου
και τ όνομα σου εφώναξα μ όλη τη δύναμη μου.

Ως σ' αγαπώ δε σ' αγαπά η μάνα που σε γέννα
αυτή 'χει κι' άλλους ν' αγαπά μα 'γω μονάχα εσένα!

Δροσοσταλίδα να μου ναι αγριολούλουδο μου
να το περνώ στα φύλλα σου απάνω το καιρό μου/

Εσκέφτηκα να σ αρνηθώ μα η καρδιά μου λέει
να σ’ αγαπώ και αυτή θα βρει το τρόπο να μη κλαίει

Μόνο εκείνος π ‘ αγαπά μπορεί να το πιστέψει
πως της αγάπης ο καημός, τη σταματά τη σκέψη.

Ούλα τ’ αστέρια τ’ ουρανού να ‘ναι χαρές για σένα !
Κι ούλες οι στάλες τση βροχής, χρόνια ευτυχισμένα!

Χαλάλι σου η σκέψη μου είναι για μένα ξένη.
Αιχμάλωτη τα μάθια σου , τη έχουνε πιασμένη.

Να 'μουν νιφάδα του χιονιού κι ας ζήσω λίγο χρόνο,
να κάθομαι στα χείλη σου να με φιλάς να λιώνω!

Κλήμα θα κάνω την καρδιά το μούστο τση να δίνει
κι όντε θε να γενεί κρασί η αγάπη μου να πίνει!

Άμα στερέψει η θάλασσα το δω και το πιστέψω,
τότε αγάπη στην καρδιά καινούργια θα γυρέψω.

Πίσα  σκοτάδ’ η σκέψη μου κι άστρο η θύμησή σου
κι οι γι ώρες μοσχομύριστες, όντε  βρεθώ μαζί σου !

Σκάλα θα γίνω ν’ ανεβείς, γιοφύρι να περάσεις
και μονοπάτι να διαβείς , πηγή να ξεδιψάσεις.

Να σε ξεχάσω προσπαθώ, κι άμα το κατορθώσω,
σ’ άλλη αγάπη την καρδιά, δεν πρόκειται να δώσω!

Είν’ η αγάπη θύελλα και ξαστεριά και μπόρα.
Στη μπόρα κάνε ‘πομονή , στη ξαστεριά προχώρα.

Αν κουραστείς να μ’ αγαπάς, χίλιες φορές μ’ αρνήσου,
παρά να μένεις δίπλα μου, χωρίς τη θέλησή σου.

Τσ' αγγέλους σου καμμιά φορά, Θεέ μου ανέ μετρήσεις
αυτό που λείπει το 'χω εγώ μα μη μου το στερήσεις.

Πολύ ψηλά στον ουρανό λάμπουνε τα αστέρια,
μα το δικό σου συνεχώς λάμπει στα δυο μου χέρια.

Έχει καρδιά που δεν πονεί, γιατί του βράχου μοιάζει
λέω τσι πως την αγαπώ, μα κείνη δε τη νοιάζει.

Άμα σε βγάλει η περασά, απ' τσι καρδιάς το κήπο
να κόψεις βιόλες όσες θες να μη σκεφτείς πως λείπω.

Νερό δε σβήνει τη φωθιά π' άναψες στο κορμί μου
πάνω στα χέρια σου κρατάς θάνατο και ζωή μου.

Κι ο Θεός να μου το πει για πάντα να σ΄αφήσω
δεν ξαναμπαίνω σ΄ εκκλησιά να τονε προσκυνήσω

Λιάζει την ώρα που γελάς κι οντε δακρύζεις βρέχει
κι οντε ξανοίγεις χαμηλά, η μέρα φως δεν έχει.

Που να τη βρω τη λογική μετά από σένα φως μου
που μ'άφηκε και σου κλουθά στα πέρατα του κόσμου.

Πιο εύκολο μου φαίνεται τ' αστέρια να μετρήσω 
παρά τα μάτια σου τα δυο να τα ξελησμονήσω.

Ωσάν τα κρίνα του αγρού που τη βροχή ποθούνε
έτσι ποθούν τα μάτια μου τα μάτια σου να δούνε.

Ήλιε μου να μην ξαναβγείς , καθόλου δεν με νοιάζει
γιατί έχω την αγάπη μου κι όπου προβάλει λιάζει.

Και συ φεγγάρι μπιστικός τσ αγάπης ταχυδρόμος
πες της  πως θα την αγαπώ,  μέχρι να στέκει ο κόσμος.

Ήθελα να ‘μουν θάλασσα και εσύ ποτάμι να ‘σαι
να ‘ρχεσαι στην αγκάλη μου μωρό μου να κοιμάσαι.

Όντε περνώ και σε θωρώ στο παραθύρι επάνω,
θαρρώ πως είσαι η Παναγιά και το σταυρό μου κάνω

Θυμήσου μιας γλυκιάς στιγμής στσ’ αυγής την πρώτη φέξη,
που μίλησαν τα χείλη μας χωρίς να πούμε λέξη.

Είσαι ο χτύπος τση καρδιάς, είσαι το φως τση μέρας.
Είσαι του έρωτα βροχή και του σεβντά αέρας

Για την Ομορφιά

Την ομορφιά της κάνε τη του φθινοπώρου αέρα.
Να ‘χω χαρά να την θωρώ τρείς μήνες κάθε μέρα.

Kαι ο Θεός άμα σε σε δει πετά απ’τη χαρά του
γιατι είσαι ενα απο τα εφτά στον κόσμο θαύματα του.

Στης σκέψης μου τον ουρανό η ομορφιά σου λιάζει
γι’ αυτο τελείως να χαθεί ο ήλιος δεν με νοιάζει.

Την ώρα που τα κάλλη σου στέκω και καμαρώνω,
να 'τανε τρόπος να μπορώ να σταματώ το χρόνο.

Ισόβια με δίκασε μικρή μου η ομορφιά σου
και δε μπορεί η σκέψη μου να φύγει απο κοντά σου.

Την ομορφιά σου αν έπαιρνε γύρω μου το σκοτάδι
δεν θα με νοιάζει να ‘τανε όλη η ζωή μου βράδυ.

Αυγή κι’ ηλιοβασίλεμα λένε ομορφιές του κόσμου!
Φαίνεται πως δεν είδανε τα δυο σου μάτια φώς μου!

Αφού τ’ αστέρια βρίσκονται στον ουρανό γλυκιά μου
εσύ στη γη ίντα ζητάς κι έκαψες την καρδιά μου.

Δεν βγαίνει από τη σκέψη μου τ’όμορφο πρόσωπό σου
και με κρατά αιχμάλωτο κάθε χαμόγελό σου.

Όπλο ακατανίκητο έχεις την ομορφιά σου,
γι’ αυτό και πάντα γίνονται μόνα ζυγά δικά σου.

Για την Καρδιά

Ήρθε καιρός οι δυο καρδιές να ζήσουνε ομάδι
κι η μια τσ'άλλης να δώσουνε τσ' αγάπης το σημάδι.

Αν μ’ αγαπάς με την καρδιά δείξε μου σημαδάκι
όταν κρατούμε στο χορό σφίξε μου το χεράκι

Ήθελα χτύπος της καρδιάς, να 'μαι κι αναπνοή σου
να κρέμεται από πάνω μου, ολόκληρη η ζωή σου!

Παρ' τη καρδιά μου βάλτηνε κάδρο στη κάμαρά σου
εγώ μπορώ χωρίς καρδιά αυτή δε ζει μακριά σου.

Μεσ' τσι καρδιάς μου το μπαξέ, τα πιο ωραία άνθη
είναι αυτά που φύτρωσαν απ' τα δικά σου πάθη.

Δώρο ζητώ απ' το Θεό, μικρή μου, την καρδιά σου,
 για δεν μπορώ ούτε στιγμή να ζήσω χωριστά σου.

Τόσα τ' αστέρια τ' ουρανού, μα το φεγγάρι ένα
μες στο μυαλό μουέχω πολλές μα στην καρδιά εσένα.

Ο λογισμός με τη καρδιά, πάντα 'ναι τσακωμένοι
ο 'νας σε διώχνει μακριά κι η άλλη επιμένει.

Έχεις καρδιά που ο Θεός δεν έχει πλάσει άλλη,
να τα' χει τοσανά πολλά τα πλούτη και τα κάλλη.

Είναι μεγάλος θησαυρός, μικρή μου, η καρδιά σου,
χαρά σ' αυτό που η μοίρα του γράφει να ζει κοντά σου

Σκίσε το στήθος μου στα δυο και την καρδιά μου βγάλε
να νιώσω απ' τα χέρια σου το πιο όμορφο φινάλε.

Έβαλα κλειδαριά διπλή το μπέτι και κλειδώνω
μη μπαίνει άλλος στην καρδιά γιατί 'χω εσένα μόνο.

Θέλω φρουρός να στέκομαι στην πόρτα της καρδιάς σου
να μην τηνε πληγώσουνε ούτε στα όνειρά σου.

Σαν αγαπιούνται δυο καρδιές, πολλές χαρές θωρούνε
τσι πίκρες και τα βάσανα με θάρρος ξεπερνούνε.

Κάψε καρδιά μου τσι καημούς, που σ' άναψε η αγάπη -
γιατί 'ναι η μοίρα σου κακή και δε θα βγάλεις άκρη.

Tόλμησα και είπα τσι καρδιάς να σε απομακρύνει
μα κείνη μου 'πε ορθά κοφτά, εγώ χτυπώ για κείνη.

Καρδιές που είναι αληθινές κι αληθινά αγαπιούνται
 όσο μακριά κι αν βρίσκονται, ποτέ δε λησμονιούνται.

Δεν τηνε κάνω την καρδιά κουμάντο μπλιό, μικρή μου,
γιατί την κυβερνάς εσύ μαζί με τη ζωή μου.

Ποτέ δε βρίσκεις δυο καρδιές να 'χουν την ίδια αξία
 πάντα η καλή για την κακή θα γίνεται θυσία.

Παραλογίζεται η καρδιά σκάρτες ελπίδες τρέφει
και μένει σ'ένα έρωτα απού την καταστρέφει.

Δε την λυπούμαι την καρδιά, όσα κι ανε τραβήξει 
αφού διαλέγει κι αγαπά χωρίς να με ρωτήξει.

Με τη καρδιά μου συνεχώς, είμαστε μαλωμένοι 
γιατί διαλέγει να χτυπά για μια αγάπη ξένη.

Κρυφό καημό 'χω στη καρδιά και με 'χει μαραζώσει -
μα ποιός θα χάσει τη χαρά σ΄εμένα να τη δώσει.

Είπα κρυφά να σ 'αγαπώ, κρυφή χαρά πως θα 'σαι 
μα δεν εβάσταξε η καρδιά κ' εξεφανέρωσά σε.

Του χωρισμού σου η συννεφιά με τ' ουρανού δε μοιάζει 
γιατί σκεπάζει τσι καρδιάς τον τόπο κ 'όντε λιάζει.

Χίλιοι καημοί σε μια καρδιά, μ' αισθήματα γεμάτη 
και να 'χει ελπίδα στη ζωή μια δανεική αγάπη.

Για σένα έχω τη καρδιά, παλάτι καμωμένη -
κ' έβαλα την αγάπη σου κι όσπου να ζω δε βγαίνει.

Έφυγες σαν τον αετό, που χάνεται στα ύψη 
κ' εφόρτωσές μου την καρδιά πόνο καημό και θλίψη.

Εχάσανέ το από καιρό τα χείλη μου το γέλιο 
γιατί 'χει κάμει ο στεναγμός εις τη καρδιά θεμέλιο.

Ήλιος καφτός η σκέψη σου κι ειναι η καρδιά μου χιόνι
και κάθε που σε θυμηθώ, ένα κομμάτι λειώνει.

Να 'ξερες πως μου φαίνεται, ο κόσμος μακριά σου
δε θα με πλήγωνε ποτέ η άπονη καρδιά σου.

Περνά ο καιρός, μα μέσα μου τίποτα δεν αλλάζει 
γιατί 'χω μέσα στη καρδιά ένα κρυφό μαράζι.

Μέσα στο τζάκι τση καρδιάς μια φλόγα τρεμοσβήνει -
γιατ' η αχαριστία σου ν' ανάψει δεν τ' αφήνει.

Γιάντα τα μάθια σου τα δυο κι η τόση ομορφιά σου   
δεν έχουνε συγγένεια ψεύτρα με την καρδιά σου

Κρατάς το νου μου αιχμάλωτο, και σκλάβα την καρδιά μου
και δεν μπορώ να ζήσω πια σα βρίσκεσαι μακριά μου.

Στιγμές που η σκέψη σταματά, και η καρδιά προστάζει
ανθρώπου νους δεν το χωρεί να τη καταδικάζει.

Κοντά σου ελπίδα και χαρά, το βλέμμα σου μου δίνει
μακριά σου νοιώθω σπ' τη καρδιά κάθε χαρά να σβήνει.

Μεσ τη καρδιά μου σ' εβαλα και πως θα πω το έβγα
που σ' άφησα και ρίζωσες όπου κι αν είχα φλέβα.

Μες τη καρδιά παλεύουνε το γέλιο και το δάκρυ
κι όμως πορίζουν και τα δυο 'σ των αματιών την ακρη.

Ένα κομμάτι τσι καρδιάς, γερό δεν έχει μείνει
από τσι μπόρες του σεβντά που πέρασα για κείνη.

Δεν αδικώ τη σκέψη μου, που βρίσκεται κοντά σου
 μα τη καρδιά που δε μπορεί ν' αντέξει το σεβντά σου.

Δότης θα γίνω τσι καρδιάς, να μη ταφεί στο χώμα  
για να μπορεί να σ' αγαπά κι από 'να ξένο σώμα.

Μην τα θωρείς τ' χείλη μου πως παίζουν πως γελούνε
μαύρες πληγές έχει η καρδιά μα δεν το ομολογούνε

Πόσες χιλιάδες όνειρα δε σβήνουν κάθε μέρα  
κι αφήνουν έρημες καρδιές στη ταραχή τ'αέρα

Για τα Μάτια

Ποιος είδε τέτοιο πόλεμο να πολεμούν τα μάτια
δίχως μαχαίρια και σπαθιά να γίνονται κομμάτια

Τα μάτια σου αλλάζουνε της φύσης το κανόνα
και φέρνουνε τη άνοιξη στη μέση του χειμώνα.

Τα μαύρα μάθια ο Θεός σου τα δωκέ μικρή μου,
να δίδεις μόνο μαχαιριές και πόνους στο κορμί μου.

Τι μάθια είναι φως μου αυτά που δίχως να χουν γλώσσα,
σε κάθε τους γλυκιά ματιά να λένε χίλια τόσα!

Μπορεί μονάχα μια στιγμή, μάθια ν’ανταμωθούνε
και να περάσει μια ζωή , να μη λησμονηθούνε.

Τα ματιά σου μ' ανοίξανε πληγή που δεν θα γιάνει
κι αν θα βρεθεί ποτέ γιατρός δε θα βρεθεί βοτάνι.

Ο ήλιος βγαίνει το πρωί μα 'μένα ο δικός μου
βγαίνει μονάχα σα θωρώ τα δυό σου μάθια φως μου.

Των αματιών σου η ομορφιά τον ήλιο σκοτεινιάζει
κι αν είχε ο έρωτας μορφή θα'πρεπε να σου μοιάζει.

Διαβάζω το στα μάθια σου τι κρύβεις στην ψυχή σου,
προδόθηκες  χωρίς να θες μικρή μου αμοναχή σου!

Δασκάλεψα τα μάτια μου,ψέματα να σου λένε
μπροστά σου να χαμογελούν και οπίσω σου να κλαίνε.

Τα μάτια σου δεν μοιάζουνε με μάτια τ' άλλου κόσμου
και εξάνοιξά τα μια φορά και πήρανε το φως μου.

Χαρώ τα γω τα μάθια σου πως έχεις μαθημένα
κάνουμε πως θωρούν αλλού αλλά θωρρούν εμένα.

Μια λίμνη στη στεγνή καρδιά γίνεται η ματιά σου
και μου δροσίζει τσι καϊμούς σε κάθε κοίταγμά σου!

Τα μαύρα μάθια τ' αγαπώ γιατί γλυκοκοιτούνε
και δίνουνε παρηγοριά σε κείνους που πονούνε.

Πίνω κρασί, δε με μεθεί ρακί δε με ζαλίζει
ως με μεθούν τα μάθια τζι ώντε μ'ανατρανίζει

Ωσάν τα κρίνα του αγρού που τη βροχή ποθούνε
έτσι ποθούν τα μάτια μου, τα μάτια σου να δούνε.

Για το Δάκρυ και το Κλάμα

Τα δάκρυα των ομαθιών με τση καρδιάς δεν μοιάζουν
των ομαθιών παρηγορούν μα τση καρδιάς σε σφάζουν.

Για σένα κλαίω και πονώ και βαριαναστενάζω!
Μα τέθοιο πόνο με χαρές, χιλιάδες δεν αλλάζω.

Θάλασσα απ όλα τα νερά και τα ποτάμια πίνεις,
πιες τα δικά μου δάκρια πλατύτερη να γίνεις.

Μικιό μου ήντα σου κάμανε κι έχεις στα μάθια δάκρυ,
δε σου παν πως στον έρωτα ποτέ δε βρίσκεις άκρη;

Πάντα ΄σαι μες τη σκέψη μου γι΄ αυτό κι από το κλάμα,
τα μάθια τυφλωθήκανε και δε θωρούνε πράμα.

Αν είσαι στάλα των ματιών, ποτέ δεν θα δακρύσω
να μη πορήσεις και χαθείς εγώ σαν σε σκουπίσω.

Απ' όταν ένοιωσα ζωή, το 'χει γραμμένο η μοίρα
να παίρνω στάλες τη χαρά, τα δάκρυα πλημμύρα.

Πολλές φορές εις τη χαρά, ο άνθρωπος δακρύζει  
μα στη παντέρμη συμφορά το δάκρυ ξεχωρίζει.

Το σ' αγαπώ τα χείλη σου ψεύτικα μου το λένε  
γιατί δε τα 'δα μια φορά τα μάτια σου να κλαίνε.

Θα σου χαρίσω τη καρδιά, για να 'χεις δυο μικρή μου  
κι άμα θα στενοχωρηθείς να κλαίς με τη δική μου.

Για να μη βλέπεις πως πονώ, τα μάτια χαμηλώνω
και μέσα μου τα δάκρυα, που τρέχουνε μαζώνω.

Μορφή δική σου προσπαθώ, στο δάκρυ μου να δώσω  
ώρες που κλαίω αμοναχός δίπλα μου να σε νοιώσω.

Aν ήξερα το δάκρυ μου χαρά πως θα σου δώσει
δε θα 'φηνα το πρόσωπο καθόλου να στεγνώσει.

Θωρώ του κόσμου τση χαρές με μάθια δακρυσμένα,
γιατί ελπίδες και χαρές έλειψαν από μένα.

Σαν δάκρυ μες στα μάτια μου, σ' έχω και σε φυλάσσω
δε κλαίω για να μη χαθεί το δάκρυ και σε χάσω.

Απ' 'οταν εγεννήθηκα, η μοίρα το 'χει γράψει 
άμα γελάσω το πρωϊ, το βράδυ θα 'χω κλάψει

Εφύτεψά τη τη χαρά και τη ποτίζω δάκρυ
να μεγαλώσει κι ο καημός να κάτσει μπλιο στην άκρη.

Μάτια που εύκολα γελούν μα και μπορούν να κλάψουν
είναι τα μάτια που πονούν και δεν μπορούν να βλάψουν.

Κλαίω μα δάκρυ δε θωρώ, φαίνεται δεν τ' αφήνει 
ο πόνος μου γιατί διψά και πριν να βγεί το πίνει.

Μη κλαις για ένα όνειρο, που το θωρείς να σβήνει
ίσως δεν άξιζε ποτέ αληθινό να γίνει.

Σ' ενός δενδρού τον ασκιανό, έβγαλα δάκρυ πόνου
και δεν ανθίσαν τα κλαδιά στο πέρασμα του χρόνου.

Τα χνάρια τ' αποχωρισμού με δάκρυ θα ποτίσω -
για να τα βρίσκεις μάτια μου άμα γυρίζεις πίσω

Λέω τραγούδια τσι χαράς, το κλάμα δε μ' αρέσει
μα 'ναι στιγμές που δε μπορεί άνθρωπος να το στέσει.

Να μάζευα τα δάκρυα που από κοπέλι κλαίω
θα 'χα δική μου θάλασσα στα κύματα να πλέω.

Άντρας που είν' ευαίσθητος και εύκολα δακρύζει
μοιάζει με δίφορο δεντρί π' όλο το χρόνο ανθίζει.

Όποτε νοιώθω μοναξιά, σε φέρνω στο μυαλό μου  
και μαύρο δάκρυ του σεβντά τρέχει στο μάγουλό μου.

Το πληγωμένο στήθος μου, πονεί μα δε το λέει
 έξω τα χείλη μου γελούν μα η καρδιά μου κλαίει.

Αν αισθανθεί στον ύπνο σου, το δάκρυ να κυλίσει
 η σκέψη μου είναι δίπλα σου κι αυτή θα το σκουπίσει.

Για τον Πόνο

Χωρίς ελπίδα σ΄αγαπώ, πονώ και σε λατρεύω
σαν το θεό που δεν θωρώ κι όμως τονε πιστεύω!

Τα μαύρα ρούχα του σεβντά μπάλωμα δεν τα πιάνει,
γιατί τα τρώει ο στεναγμός εκείνου που τα βάνει.

Σε τι διαφέρει του νεκρού, απ΄το δικό μου σώμα;
Εμένα λιώνει ζωντανό και κείνου μες το χώμα!

Ζευγάρι στέλνω τα πουλιά που ανέ χαθεί το ένα
να ' ρθει το άλλο να σου πει πόσο πονώ για σένα.

Κάθε πρωί απού ξυπνώ, τα μαύρα ρούχα βάνω,
γιατί κηδεύω τα όνειρα που κάθε βράδυ κάνω.

Χτυπά την πόρτα η χαρά μα δε τη ξεκλειδώνω
γιατί έχω μάθει μια ζωή παρέα με τον πόνο.

Το να πονάς και το λες αυτό δεν είναι πόνος
ο πόνος είναι να πονάς και να το ξέρεις μόνος.

Κάθε που κάνω τη καρδιά  δώρο, το μετανιώνω
γιατί μου τη γυρίζουνε πίσω γεμάτη πόνο.

Του χωρισμού μας την πληγή ποτέ δεν την γιατρεύω
θέλω να ζω και να πονώ, για κάτι που λατρεύω.

M' ένα φτερό δε πέταξε ποτέ πουλί κανένα
και 'χω σπασμένα και τα δύο κι όμως πετώ για σένα.

Επρόσθεσες μου στην καρδιά έναν ακόμη πόνο
και αν γελώ κι αν τραγουδώ εγώ το ξέρω μόνο.

Και ο κότσιφος που 'ναι πουλί και κείνος έχει πίκρα
γι 'αυτό του τάδωσε ο Θεός τα μαύρα και φορεί τα..

Πάρε μου Θεέ μου την ζωή για δε βαστώ τον πόνο,
να λυτρωθώ από τον σταυρό τσ' αγάπης που σηκώνω!

Μόλις τελειώσει ένας καημός,  χίλιοι καημοί γλακούνε
και καρτερούνε τη στιγμή μες στην καρδιά να μπούνε.

O κόσμος ζει με τσι χαρές, μα γω δεν τσι γνωρίζω
μόνο ξυπνώ με βάσανα και με καημούς  γλεντίζω.

Χριστός Ανέστη κι Αληθώς όλος ο κόσμος κράζει,
μα εγώ είμαι απάνω στο σταυρό και ποιός με κατεβάζει..

Θε μου και γιάντα με χτυπάς ήντα'χω 'γω απ'τσ'άλλους
κι αλύπητα μου τσι πετάς τσι πόνους τσι μεγάλους

Στη βρύση πάω για νερό, σκύφτω να πιώ, στερεύει,
στον ήλιο για να ζεσταθώ, στέκω, μα βασιλεύει!

Ως πότε Θε μου δα θωρείς τα μάτια μου να κλαίνε,
που προσευχές όλο για σε τα δυο μου χείλη λένε.

Φονιά του ονείρου θα σε πω, πάλι ζηλιάρη ήλιε
γιατί 'ρθες και με ξύπνησες την ώρα που μου 'μήλιε.

Οτι μ' αρέσει κι αγαπώ, είναι στα ξένα χέρια  
γι' αυτό και με τη τύχη μου, είμαστε στα μαχαίρια.

Δεν έχει μεγαλύτερο νοιώσει η καρδιά μου πόνο  
σ΄ άλλη αγκαλιά να τη θωρώ να τη 'ποκαμαρώνω

Μια μέρα λείπεις και θαρρώ, πως είναι δέκα χρόνοι  
κ' έγινε η απουσία σου, φονιάς και με σκοτώνει.

Όλος ο κόσμος ξαστεριά και καλωσύνη έχει,
μα στην παντέρμη μου καρδιά χιονίζει κι όλο βρέχει!

Δεν την αφήνω τη πληγή, που μ' άνοιξες να γειάνει
γιατί 'ναι το μοναδικό, δώρο που μου 'χεις κάνει

Σαν εφιάλτης έρχονται, όλα τα περασμένα
μαρτύριο εκατάντησε τούτη η ζωή για μένα

Μη περιμένεις από 'με, χαρά να σου χαρίσω  
γιατί και ΄γω την έχασα προτού να τη γνωρίσω

Πάντα τσι δίνεις τσι καρδιάς, πόνο που δε σηκώνει  
μα σε μπαξέ χωρίς νερό, λουλούδι δε φυτρώνει

Τις ώρες που 'μαι μοναχός, κλαίω να μη με δούνε  
γιατί αν κλάψω φανερά πολλοί θα το χαρούνε

Είναι σκληρό να καρτερείς, χρόνια χαρές να 'ρθούνε  
και να θωρείς τριγύρω σου, αλλού να τσι πετούνε

Πάντα στους δυνατούς ο Θιος τα βάσανα τα δίνει
γιατί στ'ς αδύνατους ποτέ δεν έχει εμπιστοσύνη

Με το μαράζι μια ζωή, είμαι και τυρανούμαι
ότι αγαπώ μου πέρνουνε κι  ότι αγαπώ στερούμαι.

Ω τη παντέρμη τη χαρά, κακόπιαστο φυντάνι
χίλιες φορές το φύτεψα κι ένα βλαστό δε βγάνει

Πρέπει να βγάλουν Άγιο, πόνο να τονε λένε  
να δεις μπροστά στη χάρη του, πόσες καρδιές θα κλαίνε

Μέσα στου πόνου το μπαξέ, χαρά ποτέ δε βγαίνει  
κι αν βγει την πνίγουν οι καημοί που είναι φυτρωμένοι

Όλου του κόσμου οι χαρές στη πόρτα μου να 'ρθούνε  
δεν την ανοίγω σε καμιά γιατί με ξεγελούνε.

Τόπος που κάνει αντίλαλο, πληθαίνει το καημό μου  
γιατί γροικώ δυο τρεις φορές τον αναστεναγμό μου

Εγώ γνωρίζω τη χαρά ζωγραφισμένη μόνο  
γιατί 'χω συμφωνητικό μονάχα με τον πόνο

Φύγετε σύννεφα από μπρος, ο ήλιος να προβάλλει  
για δε μπορώ να τη θωρώ τη καταχνιά σας πάλι

Εμένα με 'φερε ο Θιος, για ένα σκοπό και μόνο  
να δοκιμάζει απάνω μου κάθε καινούργιο πόνο

Όταν πονείς να μου το λες, το δάκρυ εγώ να βγάνω
γιατί αν δω τα μάτια σου κλαμένα θα πεθάνω.

Δεν περιμένω Ανάσταση, ούτε Λαμπρής ημέρα
γιατί εγώ 'χω άνθρωπο κι όχι Θεό πατέρα.

Ποιος είδε άντρα ευαίσθητο, στο χωρισμό να κλαίει  
να βγάνει η πέτρα εμιλιά και σώπα να του λέει

Κάμε Χριστέ μου οι χαρές, με τον καινούργιο χρόνο
να 'ναι πληθώρα να μπορούν, να διώχνουνε τον πόνο.

Μια ασκιανάδα μου κλουθά κι όπου βρεθώ δε λειάζει
 ο στεναγμός μου σύννεφο, κάνει και με σκεπάζει

Αδερφομοίρη στους καημούς, η μοίρα μου με βάνει
κι όταν μοιράζει τσι χαρές απόπαιδο με κάνει.

Για τη Νύχτα και τα Όνειρα

Ξυπνώ μα τ' όνειρο ποτέ, αληθινό δε βγαίνει
απλά τη νύχτα πιο γλυκιά την κάνει και διαβαίνει

Όνειρο μην εμπιστευτείς, τη νύχτα που κοιμάσαι
τη μέρα τ' όνειρο να ζεις, όπου βρεθείς και να 'σαι

Όνειρα δε πολυθωρώ, μα και να δω που κ' ένα
είν' εφιάλτης και ξυπνώ, με μάτια δακρυσμένα

Όντε  τσι νύχτας τη γλυκιά γαλήνη σε θυμούμαι 
σε παίρνει η σκέψη μου αγκαλιά και θέτω και κοιμούμαι.

Τραγούδια μέσα στο όνειρο ακούω κάθε βράδυ,
ξυπνώ και η σκέψη χάνεται στην αγκαλιά σου πάλι!

Νύχτα σε σένα θα το πω, το μυστικό μου πάλι
γιατί τσ' αυγής αν ε το πω, στα φόρα θα το βγάλει.

Ήλιε μου με τσ' ακτίνες σου, χωρίς να θες σκοτώνεις,
τoυ δυστυχή το όνειρο κάθε που ξημερώνεις.

Μπιστόλι κάνω τον καημό και με τον πόνο σφαίρα
σκοτώνω όνειρα ζωής μονάχα σε μια μέρα.

Tη νύχτα με παράπονο τις σκέψεις μου σκαλίζω
κι αναστορούμαι τις στιγμές που σ' είχα και δακρύζω.

Όνειρα που'κανα καιρούς μονάχα σ'ένα βράδυ
πεθάνανε και τα'θαψα στου πόνου το σκοτάδι

Δεν έχω όνειρα πολλά, ένα 'ναι το μεγάλο
τσ' αγάπης μας κι αν ε χαθεί, δε ξανακάνω άλλο.

Η νύχτα με μελαγχολεί και ύπνος δεν με πιάνει
γιατί θυμούμαι τα όνειρα που 'χα για σένα κάνει.

Αφού της νύχτας τ' όνειρο, με την αυγή δε σμίγει  
ότι χαρά κι αν ε βαστώ στα χέρια θα μου φύγει.

Ένα αστέρι ρώτησα αν μ' αγαπάς μια στάλα
κι αυτό αντι για απάντηση κρύφτηκε μέσα στ' άλλα!

Ηλιε μου και να κάτεχες, την ώρα που προβαίρνεις
πόσες χιλιάδες όνειρα στον ερχομό σου παίρνεις

Νύχτα σκληρή κι αν έντυσες όλα στα μαύρα πάλι
ένα χαμόγελο θα ρθει πάλι να σε ποβγάλει

Όνειρα κάνω μια ζωή, μα ήντα πως τα κάνω
πουλιά ξεπεταξιάρικα, γίνονται και τα χάνω

Παρηγοριά στα όνειρα, ζητώ να βρω κι ελπίδα  
γιατί απ' την αγάπη σου, καμιά χαρά δεν είδα

Με πληγωμένα όνειρα κι ελπίδες σκοτωμένες
πως να περάσω μια ζωή με τσι χαρές τσι ξένες

Νύχτα πλανεύτρα του σεβντά, εσύ 'σαι η αιτία  
γιατί μπορεί κάθε καρδιά να μπει στην αμαρτία

Τη νύχτα έχω συντροφιά, γιατί κι αυτή 'ναι μόνη
κι ο εις τ΄αλλού το πόνο μας, λέμε και ξημερώνει

Ήρθε απόψε στ' όνειρο, μα 'καμε λίγη ώρα  
κ' έζησα λιγοστή χαρά και στο καημό πολιώρα

Ονείρου ξόμπλια χίλια δυο, με του σεβντά βελόνι
πλέκω και κάθε βελονιά εσένα φανερώνει

Όποιος δε κάνει όνειρα και ζει χωρίς ελπίδα  
είναι δεντρό μοναχικό μέσα στη καταιγίδα.

'Έρχεσαι μεσ' στον ύπνο μου, χωρίς να σε καλέσω  
για να με κάνεις το πρωί που φεύγεις να πονέσω

Ευχές για Χρόνια Πολλά

Χρόνια πολλά και μια ευχή ξεχωριστή για σένα
να ζεις καλά για να περνώ και ‘γω ευτυχισμένα.

Χρόνια πολλά σου εύχομαι  για τα γενέθλια σου
και να σου στέλνει ο θεός  ότι ποθεί η καρδιά σου.

Θα στείλω αηδόνια του βουνού πουλιά του παραδείσου
Για να σου πουν Χρόνια Πολλά  κι ότι ποθεί η ψυχή σου.

Χρόνια πολλά σου εύχομαι, μέσα από την καρδιά μου,
και όσα γενέθλια έρχονται, να τα περνάς κοντά μου.

χρόνια πολλά σε μια ψυχή  γεμάτη καλοσύνη
που ο θεός μόνο χαρές  αξίζει να της δίνει.

Χρονια πολλα, πολλές χαρές, καημό να μη γνωρίσεις
κι ότι στ’ αλήθεια επιθυμείς, γρήγορα ν’ αποκτήσεις!

Μέρες που δέχεσαι ευχές, δέξου και μια από μένα
Χρόνια πολλά, χρόνια καλά, χρόνια ευτυχισμένα

Στην εορτή σου εύχομαι πάντα χαρά και γέλιο
κι η ευτυχία να γενεί στο σπίτι σου θεμέλιο.

Φεγγάρι από τον κήπο μου όλες τσι βιολες κόψε
Και να τσι πας στο σπίτι τσης απόυ γιορτάζει απόψε

Δεν θα σου πω χρόνια πολλά. ευχή συνηθισμένη
Μα θα σου πω όπου κι αν πας, χαρά να αναμένει.

Με ταχυδρόμο την καρδιά, τη σκέψη αεροπλάνο
Στέλνω ευχές, χρόνια πολλά, σε φίλους που δε φτάνω.

Πάρε τσι πιο καλές μου ευχές και βάλτις στην καρδιά σου,
δεν θα ‘μαι εγώ μα ας είναι αυτές όπου κι αν πας κοντά σου

Όσες ευχές απλόχερα οι άλλοι θα σας πούνε
Εγώ απλά σας εύχομαι, αληθινές να βγούνε

Ευχές στέλνει η αγάπη μας απ τις καρδιάς τα βάθη
Κι η μοίρα γέλιο και χαρά και κέφι να σας γράφει

Φτωχά τα λόγια μα οι ευχές είναι πολύ μεγάλες
και αν είναι μπόρα η ζωή να ΄ναι χαρές οι στάλες.

Ό,τι αναζητούν τα μάτια σου και ό,τι ποθεί η ψυχή σου
να γίνουν δώρα από τον Θεό σήμερα στην γιορτή σου!

Ευχές για το Γάμο

Νύφη μου κερά νύφη μου, μέσα στο νυφοστόλι
Σήμερα σε στολίζουνε οι δώδεκα Αποστόλοι.

Αστράφτει στον ήλιο ο χρυσός και μες τη νύχτα τα’ άστρο
Αστράφτει και η νύφη μας στο νυφικό της άσπρο.

Ντύσου στολίσου μερακλή γαμπρέ και ξεκινούμε
Κι η νύφη αναμένει σε κι ας μη καθυστερούμε.

Τση Κρήτης όλα τα πουλιά σου γλυκοκελαϊδούνε
Γιατί ‘σαι η γι-ομορφότερη νύφη οπού θωρούνε

Να πείτε μπρε τση νύφης μας να τονε κανακίζει
με μέλι και με ζάχαρη να μας τονε ταΐζει

Η ευτυχία να γενεί πέλαγος δίχως δύση
να ταξιδεύετε και οι δυο σε όλη σας τη ζήση.

Όπως η φύση χαίρεται την άνοιξη που μπαίνει
έτσι κι εσείς να ζήσετε για πάντα ευτυχισμένοι.

Όσες χιλιάδες κύματα την Κρήτη τη κτυπούνε
Τόσες να είναι οι χαρές που θα ρθουν να σας βρούνε.

Εύχομαι το στεφάνι σας διαμάντια να γεμίσει
και να σας τρέχουν τα καλά σαν το νερό στη βρύση.

Κάντε την πόρτα της χαράς πέρα, οι δυό να μπείτε
και να μη βγείτε απο 'κει όσο καιρό θα ζείτε.

Χρόνια πολλά να ζήσετε πάντα μαζί τα δυό σας
και η αγάπη σας αυτή θα είναι όλο το βιός σας.

Η ευτυχία να γενεί πέλαγος δίχως δύση
να ταξιδεύετε και οι δυο σε όλη σας τη ζήση.

Όπως η φύση χαίρεται την άνοιξη που μπαίνει
έτσι κι εσείς να ζήσετε για πάντα ευτυχισμένοι.

Χίλιες ευχές από την καρδιά στέλνω για την χαρά σας
να ανθεί και να καρποφορεί ως τα παιδόγγονα σας.

‘Οσες χιλιάδες έρχονται  στη κρήτη χελιδόνια
τόσα να έχετε και σεις  ευτυχισμένα χρόνια.

Άγιε Παντελεήμονα θα σου ζητήξω χάρη,
ευχή να δώσεις σου ζητώ στο ταιριαστό ζευγάρι.

Αηδόνια δέκα τέσσερα κάθουνται στον οντά σας,
και λένε καλορίζικα νάναι στα στέφανά σας.

Αυγερινός παντεύεται την πούλια κάνει ταίρι,
κι ούλα ταστέρια τουρανού γίνουνται συμπεθέροι.

Εύχομαι το στεφάνι σας διαμάντια να γεμίσει,
και να σας τρέχουν τα καλά σαν το νερό στη βρύση.

Η δάφνη κι ο κυπάρισος επλέξανε τσοι κλώνους,
τον’ εύχομαι να ζήσουνε ευτυχισμένους χρόνους.

Νύφη νεράιδα του γιαλού κατάλευκη γαρδένια,
ούλοι σε καμαρώνουνε μέσα στα μεταξένια.

Όσες κεδιές και βελονιές έχει το νυφικό σου,
ούλες να γίνουνε χαρές στο νέο σπιτικό σου.

Σα ντου παλιού καλού ζευγά το δροσερό σπαρμένο,
να ‘ναι  Χριστέ τ’ αντρόυνο καλό και βλοημένο.

Ως τρέχει το κρυγιό νερό και μπένει στο κουτούτο,
ετσά να τρέχουν τα καλά στ’ αντρόγυνο ετούτο.

Χαιρετίσματα - Φιλοφρονήσεις

Αμέντε φίλοι στο καλό και στη καλή την ώρα.
Και να γεμίσ’ η στράτα σας, τραντάφυλλα και ρόδα!

Χιλια καλώς την έφερες, τη συντροφιά μ’ αέρα.
Ήτανε νύχτα κι έφεξε, σκοτάδι κι ήρθε μέρα !

Χίλια καλώς ορίσατε οι φίλοι κι οι δικοί μου!
Κι α δε χωρούν στο σπίτι μου, πάνω στην κεφαλή μου!

Για τη Λεβεντιά

Απού’ναι νιος και δε πετά, σαν του βοριά τα νέφη,
ήντα τη θέλει τη ζωή. Στον κόσμο να την έχει.

Όποιος δεν είναι μερακλής, πρέπει του να πεθάνει
γιατί στον κόσμο τούτονέ , μόνο τον τόπο πιάνει.

Μοίρα μ’ εκαταδίκασες, μα δε σ΄υπολογίζω.
Εσύ μου στέλνεις βάσανα, μα’ γω μ’ αυτά γλεντίζω !

Φτερά δεν έχω να πετώ, πάντα ψηλά όμως θα’ μαι.
Γατί δεν έχτισα ποτέ, τα όνειρα μου χάμαι.

Εγώ’  μαι τση βροντής παιδί και τσ’ αστραπής εγγόνι.
Σα θέλω αστράφτει και βροντά, σα θέλω ρίχνει χιόνι.

Στο μεταρίζι τσ’ αθρωπιάς , και τση τιμής το χρέος
εκειά θα’ στέκω όρθιος κα ας είμ’ ο τελευταίος.

Όποιος  δεν είναι μερακλής και στ’ άρματα τεχνίτης,
δε πρέπει του να κατοικεί, εις το νησί τση Κρήτης!

Καράβι κάνε τη καρδία τη πεθυμία κατάρτι
Και καπετάνιο βάλε τση το νου σου τον αντάρτη.

Δώρο τη δίνει ο Θεός στο μερακλή τη χάρη
γι' αυτό και δε μπορεί κανείς άλλος να του την πάρει.

Όποιος πουκάμισο φορεί που'χει τση νύχτας χρώμα
δε τόνε νοιάζει ο θάνατος κι ανε βρεθει στο χώμα.

Οι μερακλήδες τόχουνε και ξέρουν πως γλεντούνε
ξέρουνε πως πεθαίνουνε μα ξέρουνε και να ζούνε.

Για αυτό στόν ίδιο το Θεο παράκληση θα κάμω
μην τση πειράζει όσους γλεντούν στόν κόσμο τον απάνω.

Για την Κρήτη

Κρήτη σ΄αρπάξανε πολλοί μα τους κατάπιες όλους:
Ρωμαίους, Τούρκους, Βενετούς κι Αραβες αιμοβόρους.

Οντέ χορεύει ο Κρητικός δείχνει την αντρειγιά του
τη αρχοντιά, τη λεβεντιά και την παλικαριά του.

Τα κρητικά τα χώματα όπου και να τα σκάψεις
αίμα παληκαριών θα βρεις, κόκκαλα θα ξεθάψεις

Κρήτη θα πει παλικαριά, θα πει  λεβεντοσύνη,
Κρήτη θα πει φιλότιμο, αγάπη και γαλήνη.

Στην Κρήτη εγενήθηκε η δόξα, η ανδρεία,
η λευτεριά, η λεβεντιά και η φιλοξενία.

Όλος ο κόσμος απ΄ τη μια κι η Κρήτη απ΄ την άλλη
Ω την πατέρμη ζυγαριά, στην Κρήτη γέρνει πάλι.

Ο Έρωτας και η λευτεριά στην Κρήτη κατοικούνε
Γιατί ο τόπος τους φελά κι όλο το χρόνο ανθούνε.

Τη λευτεριά ρωτήσανε ποιας μάνας είναι γέννα
και είπε πως την εγέννησε το Κρητικό το αίμα.

Κρήτη θα πει επανάσταση με μάχες και αγώνες.
Κι αντίσταση για λεφτεριά σε όλους τους αιώνες.

Δυο μάνες έχω εγώ σε τούτο τον πλανήτη,
η μια ναι που με γέννησε και η άλλη είναι η Κρήτη.

Ο κρητικός στην ξενιτιά οντε σκεφτεί τη Κρήτη
Ωσάν τα χιόνια στα βουνά τονε σκεπάζει η λύπη.

Χανιώτικες μαδάρες μου, κορφή του Ψηλορείτη
και Λασιθιώτικα βουνά, γεια σου παντέρμη Κρήτη

Κρήτη την ιστορία σου, όποιος τηνε διαβάσει
αν είναι φίλος θα χαρεί, αν είναι εχθρός θα σκάσει.

Κρήτη πατρίς του Μίνωα του Βενιζέλου η μάνα
Χωρίς σε σένα δεν κτυπά της λευτεριάς καμπάνα.

Χίλιω λογιώ οι ομορφιές σε τούτω τον πλανήτη
μα όλες μαζί δεν κάνουνε  ένα ψιχάλι Κρήτη!

Ήθελα μόνο μια στιγμή της θάλασσας να μοιάσω,
Για να μπορέσω ολόκληρη την Κρήτη ν’ αγκαλιάσω.

Ο Κρητικός το αίμα του μελάνι το ‘χει κάνει
Σφραγίδα και υπογραφή στη λευτεριά να βάνει.

Κρήτη, με τα ψηλά βουνά, με τσ' εύφορες πεδιάδες,
τσι ρίμες, τα ριζίτικα και με τσι μαντινάδες.

Κρήτη, πατρίς του Μίνωα του Βενιζέλου μάνα
χωρίς εσένα δεν χτυπάτση λευτεριάς καμπάνα.

Ότι και να 'χει ο Κρητικός με λόγια δεν το λέει,
με μαντινάδες χαίρεται, με μαντιναδες κλαίει!

Μες τη ματιά του κρητικού βλέπεις τον ψηλορείτη
στο πρόσωπό του φαίνεται ζωγραφισμένη η κρήτη.

Να 'μουν γερακι στα Σφακια αετος στον Ψηλορειτη
για να θωρω απο ψηλα την ομορφια σου Κρητη.

Μεγάλη έχει διαφορά η κρήτη απ' τσ'άλλους τόπους,
γιατί έχει αντάρτικη ψυχή και κουζουλούς ανθρώπους.

Όσοι κρατήσαν το σπαθί και πέσαν για την Κρήτη
ο Χάρος τσι ξεχώρισε δώρο στο Ψηλορείτη.

Κρήτη λεβεντογέννα μου τσ' άντρες, τσι ομορφιές σου
τσι κοπελιές τσι όμορφες τσι πράσινες τσ' ελιές σου.

Της Σαμαριάς το πέρασμα και τ' ομαλού τα μέρη
αυτά τα μέρη όποιος δε δει την Κρήτη δεν την ξέρει.

Η Κρήτη πάντα θα γεννά οπλαρχηγούς κι αντάρτες
μαυροποκαμισάριδες και μερακλήδες άντρες.

Δυο φιλαράκια έρωντα  από το Ψηλορείτη,
φορώ το μπέτη και γρικώ  τη μυρωδιά σου Κρήτη!

Αρμύρα, νιότη κι' Άνοιξη, θάλασσα, όρη κι άστρα,
γλεντούνε στο δοξάρι σου Κρήτη μου ξελογιάστρα.

Η Κρήτη όπου βγάζει νερό, βγάζει και παλικάρια,
για να ξεπλένουν σαν βαφτούν με αίμα τα κοντάρια!

Τραγούδι κάνει ο Κρητικός κάθε χαρά και πόνο, 
και λέει ό,τι αισθάνεται με μαντινάδες μόνο.

Χαίρομαι που είμαι Κρητικός και όπου σταθώ το λέω
με μαντινάδες χαίρομαι με μαντινάδες κλαίω.


Για την Μεγάλη Εβδομάδα

Ένα φιλί τσ' Ανάστασης μου δίνεις κάθε χρόνο
μα από εκεί και ύστερα φιλί σου δεν λιγώνω!

Χρόνια πολλά σου εύχομαι κι αλάργω από του πόνου,
Ανάσταση να 'χει η καρδιά ολοχρονίς του χρόνου.


Το Θείο φως της Ανάστασης να’ χεις για συντροφιά σου.
Κι άγγελοι να ‘ναι δίπλα σουσ΄όλα τα βήματά σου.


Θέλω να κάνω Ανάσταση μόνο στην αγκαλιά σου,
να μ’ ανασταίνουν σα Χριστό τη νύκτα τα φιλιά σου.

Όσες κροτίδες πέσουνε του Πάσχα την ημέρα,
τόσες χαρές σου εύχομαινα έχεις  τη κάθε μέρα.

Κάνε τα χέρια σου σταυρό να σταυρωθώ επάνω.
Και δεν με νοιάζει ανάσταση  ποτέ μου να μη κάνω.

Όταν με φως τσ΄ Ανάστασης ανάψεις το κερί σου
κάθε αχτίνα μια χαράνα γίνει στη ζωή σου.

Τη μέρα της Ανάστασης δε θα βρεθώ μαζί σας.
Ας γίνει η σκέψη μου φωτιάν’ ανάψει το κερί σας.

Δικορκο κόκκινο αυγό, θα βαψω να σου στειλω,
να το θωρεις να μη ξεχνας ένα καλό σου φιλο.

Το άγιο φως τση Ανάστασης να λάμψει στη ζωή σου!
Κι όλου του κόσμου οι χαρές να βρίσκονται μαζί σου.

Σαν και τη λάμψη του κεριού τσ’ Ανάστασηςτο βράδυ
να’ ναι η ζωή σου φωτεινή χωρίς σταλιά σκοτάδι.

Όσες λαμπάδες φώτισαν ολόκληρη τη φύση,
τόσες χαρές σας εύχομαι σε όλη σας τη ζήση. 

Το άγιο Φως τσ Ανάστασης που κράτησες στο χέρι,
την ευτυχία στη ζωή εύχομαι να σου φέρει.

Σήμερα είναι Πασχαλιά κι αν η ευχή μου πιάνει,
το τέλος κάθε γολγοθά εύχομαι να σημάνει.

Πέμπω τη σκέψη να σε βρει, μαζί σου να τσουγκρίσει
«Χριστός Ανέστη!» να σου πει κι οπίσω να γυρίσει.

Εύχομαι η Ανάσταση καρδιές να μαλακώσει.
Το αύριο καλύτερο μπορεί να ξημερώσει.

Άνοιξη, Πάσχα ομορφιά, η πιο μεγάλη σκόλη.
Σαν την ημέρα της λαμπρής να ‘ναι η ζωή σου όλη. 

Ήθελα μες τση φούχτες μου χαρές χιλιάδες να‘χα.
Να τσι μοιράσω απλόχερα στους φίλους μου το Πάσχ.

Τη σκέψη έκανα κερί τση Ανάστασης την ώρα,
για να σου φέγει στη ζωή σε ΄ηλιο και σε μπόρα.

5 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

με βοηθησαν πολυ σε μια ασκηση στο σχολειο!

Ανώνυμος είπε...

ειν αι φοβερες μια για καθε περιπτωση και γινεσαι αγαπητος σε ολους!!!!μπραβο στους Κρητικους

Mantinadologos είπε...

Εξαιρετικές!!!

Δείτε κει μερικές μαντινάδες που βρήκα για χρόνια πολλά http://www.poly-gelio.gr/%CE%BC%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%B9%CE%BD%CE%B1%CE%B4%CE%B5%CF%82-%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CF%87%CF%81%CE%BF%CE%BD%CE%B9%CE%B1-%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%BB%CE%B1/

Ανώνυμος είπε...

ΦΟΒΕΡΗ ΣΥΛΛΟΓΗ! ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΗ ΔΟΥΛΕΙΑ! ΜΠΡΑΒΟ!

Unknown είπε...

Για Την Φιλία???