25/7/11

Είμαι δολοφόνος χοχλιών!



Ναι, λυπάμαι που το λέω, αλλά είμαι.

Δεν έχει σημασία αν η πρόθεσή μου δεν ήταν το έγκλημα αλλά ένα αθώο μαγείρεμα, το αποτέλεσμα όμως ήταν ο φόνος...

Και εξηγούμαι:
Τι δουλειά είχα να μαγειρέψω χοχλιούς μπουμπουριστούς, χωρίς να ξέρω; Και μη μου πείτε ψάξε για συνταγή στο διαδίκτυο και άλλες τέτοιες μπούρδες, γιατί εκεί ήταν που την πάτησα.

Δέκα συνταγές για το ίδιο πράγμα, και οι δέκα διαφορετικές! Άλλη με αλεύρι, άλλη χωρίς. Άλλη με ξύδι, άλλη με κρασί, άλλη ακριβώς 5 λεπτά τηγάνισμα, άλλη μέχρι να πάψουν να τραγουδάνε, και του κώλου τα εννιάμερα...

Και είχα κάτι χοχλιούς τεράστιους, ολοζώντανους, πεντακάθαρους, κατ΄ευθείαν απ΄την πατρίδα!

Ανακατεύω λοιπόν τις συνταγές, και βγάζω κάτι σα μέσον όρο. Τι τόθελα; δεν έπαιρνα μία στην τύχη;

Βάζω την πρώτη τηγανιά (ήθελα να τα μαγειρέψω και όλα, τρομάρα μου), καλά ξεκίνησα μέχρι που τα έσβησα με το ξύδι. Δεν ξέρω αν έβαλα πολύ, ή παραέκαιγε το λάδι, πάντως επακολούθησε ντουμάνι, μου κόπηκε και η αναπνοή για λίγο, αυτό ήταν, πάει την πούτσισα σκέφτηκα, αλλά ευτυχώς έβαλα στο φουλ τον απορροφητήρα, άνοιξα πόρτες, παράθυρα, και τη γλύτωσα!

Χωρίς να τους δοκιμάσω, σίγουρος για την επιτυχία μου, προχώρησα στη δεύτερη τηγανιά. Εκεί που κόντευε να τελειώσει, λέω, ας φάω ένα απ΄τους έτοιμους, να μου φύγει κάπως η λιγούρα. Αφού κατακάηκα, διαπιστώνω πως ήταν λίγο σκληροί.

Τι κάνουμε τώρα; Πως μαλακώνουν; Το τηγάνι ήδη πέταγε καμένα λάδια, ήμουν κι εγώ λαδωμένος, με έπιασε κι ένας μικροπανικός, λίγο θέλει το μυαλό να πάρει ανάποδες στροφές;

Χρειάζονται κι άλλο ψήσιμο σκέφτηκα. Όσο πιο πολύ, τόσο μαλακώνουν συμπέρανα μαλακωδώς.

Τους αφήνω λοιπόν κανά μισάωρο (όχι πιο πάνω, μη μου γίνουν πολύ νερουλοί), και μετά ρίχνω από πάνω τους και τους έτοιμους να μαλακώσουν κι αυτοί, σε μια κουζίνα που έμοιαζε με κόλαση, με τις θερμοκρασίες στα ύψη, τα λάδια να κοχλάζουν, ξεραμένα ξύδια, καμμένα αλεύρια, και τους χοχλιούς να πετάγονται παντού στην προσπάθειά μου να ανακατέψω ένα διπλογεμάτο τηγάνι....

Μη τα πολυλογώ, τελικά δεν έμεινε τίποτα. Οι σάρκες τους συρρικνώθηκαν και έγιναν σαν μικροσκοπικές καυτές μούμιες. Κανένα ζωντανό πλάσμα στον πλανήτη δεν θα μπορούσε να τις φάει, ή έστω να τις ξεκολλήσει από τα μισοδιαλυμένα απ΄τη φωτιά και σπασμένα απ΄το ανακάτεμα κελύφη τους.

Δε λυπάμαι τους χοχλιούς που δεν έφαγα, αλλά τα δυστυχισμένα αυτά ζωάκια, που βασάνισα και σκότωσα άδικα. Που έκαναν όλο αυτό το ταξίδι πεντακάθαρα και ολοζώντανα σαν χαρούμενα μωράκια, για να πέσουν στα χέρια ενός σαδιστή δολοφόνου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: