15/12/11

Όταν ο Χάνδακας τούρκεψε...


Του Αλέκου Α. Ανδρικάκη
andrikakis@patris.gr

Η Δευτέρα 27 Σεπτεμβρίου 1669 είναι η πιό μαύρη σελίδα στην ιστορία της Κρήτης. Εκείνη την ημέρα ο Χάνδακας, η πρωτεύουσα του βασιλείου της Κάνδιας, μετά από πολιορκία 22 χρόνων έπεφτε στα χέρια των Τούρκων, και μαζί όλο το νησί γινόταν οθωμανική κτήση. Η πόλη που ξεχώριζε ανάμεσα στις επαρχίες της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Ενετίας, δεν άντεξε άλλο τις επιθέσεις των ορδών του σουλτάνου. Στην υπεράσπισή της έδωσαν πολλές δυνάμεις και τους καλύτερους στρατιωτικούς τους όχι μόνο η Δημοκρατία, αλλά και σχεδόν ολόκληρη η χριστιανική Ευρώπη, με επικεφαλής τον Πάπα της Ρώμης. Γιατί οι Ευρωπαίοι χριστιανοί ηγεμόνες και ο καθολικός θρησκευτικός ηγέτης έβλεπαν σ’ αυτή την υπόθεση τον αγώνα τότε του χριστιανισμού απέναντι στον επεκτατισμό της μουσουλμανικής Τουρκίας. Τον οποίο τελικά δεν κατάφεραν να αποτρέψουν.
Στις 27 Σεπτεμβρίου 1669 ο Χάνδακας ήταν μια έρημη πόλη. Την προηγούμενη ημέρα την είχαν εγκαταλείψει οι λιγοστοί κάτοικοι και οι υπερασπιστές της, με επικεφαλής τον αρχιστράτηγο Φραντζέσκο Μοροζίνι, που αργότερα έγινε Δόγης στη Βενετία. Ασφαλώς ο ηρωικός αγώνας του, από την άνοιξη του 1667 που βρέθηκε στον Χάνδακα ως αρχηγός των υπερασπιστών του, θα πρέπει να μέτρησε πολύ στο να αναλάβει το ύψιστο
αξίωμα της καταρρέουσας, μετά από αυτή την απώλεια, Γαληνότατης Δημοκρατίας της Ενετίας.
Στις 6 Σεπτεμβρίου (κατά τον αείμνηστο Νίκο Σταυρινίδη, αλλά και τον ιστορικό του 19ου αιώνα Βασίλειο Ψιλάκη) ή στις 16 Σεπτεμβρίου (κατά τον καθηγητή κ. Θεοχάρη Δετοράκη) της ίδιας χρονιάς ο Μοροζίνι αναγκαζόταν να υπογράψει συνθηκολόγηση για την παράδοση της πόλης. Πλέον οι υπερασπιστές δεν άντεχαν άλλο, καθώς είχαν μείνει ελάχιστοι κι αποκλεισμένοι από παντού. Λίγες εβδομάδες νωρίτερα σχεδόν όλοι οι Ευρωπαίοι στρατιώτες, και πριν απ’ όλους οι Γάλλοι, εγκατέλειπαν τον Χάνδακα, βάζοντας, στην ουσία, την υπογραφή τους στην παράδοσή του.
Οι Τούρκοι, κυρίαρχοι πλέον στην ιστορική πόλη, πατούσαν τον Χάνδακα στις 27 Σεπτεμβρίου 1669. Μερικές μέρες μετά, ο αρχηγός των τουρκικών δυνάμεων μέγας βεζίρης (πρωθυπουργός) του Σουλτάνου Αχμέτ Κιοπρουλής, που είχε το προσωνύμιο Φαζίλ (Δίκαιος), έμπαινε κι ο ίδιος θριαμβευτικά και εν μέσω εκδηλώσεων που οργάνωσαν για εκείνον οι υφιστάμενοί του. Συνολικά οι Τούρκοι χρειάστηκαν σχεδόν 25 χρόνια για να καταλάβουν ολόκληρη την Κρήτη. Γενιές στρατιωτών τους χάθηκαν σ’ αυτή την προσπάθεια. Και τουλάχιστον δύο πασάδες έχασαν τα κεφάλια τους γιατί δεν μπορούσαν να προσφέρουν ολόκληρο το νησί στο σουλτάνο.


Ο 25χρονος Κρητικός Πόλεμος
Στην τουρκοκρατούμενη Ανατολή η Κρήτη ήταν η μοναδική χριστιανική περιοχή το πρώτο μισό του 17ου αιώνα. Η Κύπρος είχε κατακτηθεί το 1570 ενώ οι άλλες ελληνικές περιοχές ήταν ήδη υπό την κυριαρχία του σουλτάνου. Η αφορμή για να εισβάλλει η Τουρκία στην Κρήτη ήταν ένα περιστατικό που θεωρήθηκε ως πρόφαση για την τουρκική πλευρά, που αναζητούσε κάποιο τρόπο να πατήσει το πόδι της στο Βασίλειο της Κάνδιας, όπου ονομαζόταν από τους Ενετούς η Κρήτη. Το 1644 οι Ιωαννίτες Ιππότες της Μάλτας συνάντησαν και κατέλαβαν κοντά στην Κρήτη ένα τουρκικό πλοίο το οποίο μετέφερε προσκυνητές στη Μέκκα. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των Τούρκων, το πλοίο και οι αιχμάλωτοι οδηγήθηκαν στα Χανιά. Η οργή της Υψηλής Πύλης βασίστηκε στη φήμη ότι σ’ αυτό επέβαινε η βασιλομήτωρ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η βαλιδέ σουλτάνα, όπως ονομαζόταν. Όμως αυτό ακριβώς ήταν το εφεύρημα των Τούρκων, καθώς το σκάφος για τη Μέκκα είχε το όνομα «Σουλτάνα» και δεν επέβαινε η βαλιδέ σουλτάνα. Στην υπόθεση αυτής της πειρατείας ενέπλεξαν άμεσα την Κρήτη, βρίσκοντας τον τρόπο να επιτεθούν.
Το καλοκαίρι του 1645 μια μεγάλη δύναμη 50.000 ανδρών, με εκατοντάδες πλοία έφυγε για την Κρήτη, την οποία οι Ενετοί είχαν αφήσει ουσιαστικά χωρίς άμυνα, καθώς, εξαιτίας της οικονομικής κρίσης που μάστιζε τη Δημοκρατία, στο νησί είχε παραμείνει ελάχιστος μισθοφορικός στρατός. Η απόβαση των Τούρκων έγινε στις 23 Ιουνίου στην ακτή κοντά στη μονή Κυράς Γωνιάς. Τα Χανιά, με ελάχιστους αλλά ηρωικούς υπερασπιστές, αγωνίστηκαν ηρωικά, αλλά παραδόθηκαν στις 22 Αυγούστου 1645. Ακολούθησε το Ρέθυμνο στο οποίο οι Τούρκοι αποβιβάστηκαν στις 2 Ιουλίου 1646, καταλαμβάνοντας περιοχές της υπαίθρου. Στην πόλη του Ρεθύμνου επιτέθηκαν στα τέλη Σεπτεμβρίου του ίδιου χρόνου και η παράδοσή τηςέγινε στις 13 Νοεμβρίου.
Αμέσως μετά οι δυνάμεις κινήθηκαν προς τον Χάνδακα, και έφτασαν κοντά στην πόλη την άνοιξη του 1647, στοχεύοντας όμως πρώτα στην κατάληψη των γύρω περιοχών. Μετά από ένα χρόνο ολόκληρη η ύπαιθρος είχε καταληφθεί. Οι επιθέσεις στον Χάνδακα ξεκίνησαν το Μάιο του 1648. οι Τούρκοι διαμόρφωσαν το στρατόπεδό τους στην περιοχή του Γιόφυρου και λίγο μετά ένα μεγαλύτερο και ισχυρότερο κοντά στη σημερινή περιοχή του Μαραθίτη και της Φορτέτσας, το οποίο ονόμασαν Νέο Χάνδακα (Nova Candia). Απέκλεισαν από όλα τα σημεία της ξηράς την πόλη, η οποία είχε πλέον επικοινωνία με τον υπόλοιπο κόσμο μόνο από τη θάλασσα. Μέσω του λιμανιού εφοδιαζόταν με πυρομαχικά και όπλα, και μόνο μέσω του ίδιου δρόμου μεταφέρονταν οι δυνάμεις στρατιωτών και τα τρόφιμα.
Μέχρι το 1666 οι Τούρκοι αδυνατούσαν να καταλάβουν τον Χάνδακα, παρά τις μεγάλες δυνάμεις που χρησιμοποιούσαν και τα σύγχρονα, για την εποχή, μέσα τους. Τα Τείχη της πόλης άντεχαν, και σταδιακά στον πόλεμο έμπαιναν και δυνάμεις από τα άλλα χριστιανικά κράτη της Ευρώπης, στο πλευρό των πολιορκούμενων.
Χαρακτηριστικό στοιχείο της πολιορκίας ήταν ο «υπόγειος πόλεμος», ο πόλεμος των υπονόμων. Τόσο οι υπερασπιστές του Χάνδακα όσο και οι Τούρκοι έσκαβαν κάτω από το έδαφος λαγούμια, τα οποία έφθαναν μέχρι την πλευρά που βρισκόταν ο αντίπαλος, και τα πυροδοτούσαν, προκαλώντας θύματα και ζημιές. Συχνά οι αντίπαλοι συναντιόντουσαν, καθώς έσκαβαν, και οι μάχες πλέον γίνονταν κάτω από το έδαφος.
Στα τέλη του 1666 στην Κρήτη στάλθηκε ο Μέγας Βεζίρης Αχμέτ Κιοπρουλή, με την εντολή του σουλτάνου να λήξει όσο γίνεται γρηγορότερα η υπόθεση του Χάνδακα. Λίγο καιρό μετά έφτασε ο Φρανζέσκο Μοροζίνι, ως αρχιστράτηγος των Ενετών και των άλλων ευρωπαϊκών στρατευμάτων που υπερασπίζονταν τον Χάνδακα.


Η τελική φάση της πολιορκίας
Οι Τούρκοι από την άνοιξη του 1667 ξεκίνησαν την τελική φάση της πολιορκίας για την πτώση του Χάνδακα. Η κατάληψή του ίσως όμως να μην συνέβαινε ποτέ, αν εξέλιπαν δύο στοιχεία:
-Η προδοσία του Ενετού μηχανικού Ανδρέα Μπαρότση, ο οποίος στα τέλη του 1667 έφυγε κρυφά από τον Χάνδακα και παρουσιάστηκε στον Κιοπρουλή, παραδίδοντάς του τα σχέδια των Τειχών και του φρουρίου του Χάνδακα και υποδεικνύοντας ως ευάλωτα για τις επιθέσεις σημεία τους προμαχώνες του Αγίου Ανδρέα και της Σαμπιονέρα. Το σχέδιο αυτό ακολουθήθηκε επιτυχημένα από τον αρχιστράτηγο των Τούρκων.
-Η εγκατάλειψη του Χάνδακα από τους Γάλλους, κυρίως, στην κρίσιμη περίοδο του Ιουλίου και του Αυγούστου του 1669. Έχοντας μείνει με ελάχιστους μόνο υπερασπιστές, χωρίς εφόδια σε μια πόλη ερειπίων, ο Μοροζίνι αναγκάστηκε να ζητήσει από τον Κιοπρουλή τη συνθηκολόγηση, η οποία υπεγράφη στις 16 Σεπτεμβρίου του 1669. Με τη συμφωνία διασφαλιζόταν ότι στην κυριαρχία των Ενετών θα παρέμεναν τα νησιά της Γραμβούσας, της Σούδας και της Σπιναλόγκας, που κατελήφθησαν από τους Τούρκους πολλά χρόνια αργότερα. Η Γραμβούσα το 1692, ενώ η Σούδα και η Σπιναλόγκα το 1715.
Με την υπογραφή της συνθήκης η Κρήτη ήταν πλέον τουρκική. Και θα παρέμενε μέχρι το 1898. Ο Κρητικός Πόλεμος, που διήρκεσε σχεδόν 25 χρόνια, και η 22χρονη πολιορκία του Χάνδακα είχαν πάρει ένα δραματικό τέλος. Οι Τούρκοι ιστορικοί έχουν αναφέρει ότι κατά την πολιορκία της πόλης σκοτώθηκαν περισσότεροι από 137.000 στρατιώτες και αξιωματούχοι της Υψηλής Πύλης. Ο αριθμός των θυμάτων από την πλευρά των υπερασπιστών είναι μικρότερος. Αλλά το μεγάλο κόστος ήταν η κατάληψη του Χάνδακα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: